
Μήπως δεν έχει ήρωες πια τούτη δω η χώρα;
Το πέρασμα των χρόνων της φάνηκε καταλύτης
Και σαν νοθεύτηκε βαθιά στου χαλασμού την ώρα
Βρήκε το ψέμα ο θρασύς, ο πιο στυγνός αλήτης;
Κι η παγκοσμιοποίηση έτσι πως μας την έφερε
Ακούστηκαν τα βογγητά στα βάθη αυτού του κόπου.
Λέω το πεπρωμένο μας μήπως δεν μας συνέφερε,
Μας πέταξε σε μια γωνιά ανήλιαγη του τόπου;
Βγαίνει ο ένας αναιδής να πει για τα δικά του
Και ξεσκεπάζει τ’ άπλυτα του αλλουνού αράδα
Βγαίνει και ο πολιτικός μ’ εκείνη τη δικιά του
Και χτίζει τόσ’ αυθαίρετα σε όλη την Ελλάδα.
Την κόρη, τη γυναίκα του τις χώνει με προσχήματα
Πως τάχα είναι ειδικές στις πιο καλές δουλειές
Και καταχράζονται ζωές αρπάζοντας τα χρήματα
Ανοίγοντας κεφάλαια με μύριες δυο αιχμές.
Πώς μας κατάντησαν..., ζωή Εκείνος να τους δίνει
Και ας την παίρνει από μας αν είναι τρελαμένος
Εμάς που μ’ ένα μέλημα στο έλεος αφήνει
Της πιο απτής της μοναξιάς ο πιο μοιροκαμένος.
Πατήστε πόδι φίλοι μου, ξεχάσετε τα θαύματα
Και ενωθείτε γρήγορα προτού μας πάρουν πρέφα
Βάλτε μπροστά τη λογική, κι αφήσετε τα τάματα
Γιατί αυτά τα χώματα θα καταντήσουν στέρφα.
Ιάκωβος Γαριβάλδης