Monday 10 December 2007

Προσευχή στη μάνα...

Μάνα,
εσύ που με μεγάλωσες με το δικό σου γάλα, εσύ που θυσιάστηκες για να με κάνεις άξιο τέκτο αυτής της κοινωνίας άκουσε τα δυο λόγια που θα σου γράψω. Ξέρω, εκεί που είσαι δεν μπορείς να τα διαβάσεις, θέλω όμως να σου τα γράψω, έχω ανάγκη να σου μιλήσω...
Αγαπητή μου μάνα, σ' ευχαριστώ για το δώρο της ζωής που μούδωσες, αν με ρωτούσες όμως πριν με αναθρέψεις θα σε παρακαλούσα να μη με κάνεις τόσο αθώο. Να μην κοιτάξεις να με μάθεις να είμαι πάντα χρήσιμος στους συνανθρώπους μου...

Θα ήθελα να μου διδάξεις πώς μπορώ να σταματήσω να ζητώ βοήθεια όταν έχω ανάγκη, να μην είμαι τόσο βολικός έτσι που όταν βλέπω χαμόγελα στο διάβα μου να τα κάνω αμέσως φίλους, να μη βρίσκω πόνο και να κοιτάζω να τον γιατρέψω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Να μη βλέπω στενοχώρια και να σκάζω τόσο εύκολα ένα χαμόγελο να την απαλύνω. Τέλος να μη με μάθαινες να πιάνω άξεστη πέτρα και να ταλαιπωρούμαι στην προσπάθεια να δημιουργήσω πνεύμα αγαπητή μου μάνα.


Όλα αυτά μου είπες μπορώ να τα καταφέρω αρκεί να το θέλω, γιατί πρέπει να είμαι άξιος. Το σκέφτηκα πολύ όμως μάνα, και διερωτήθηκα αν αυτή η κοινωνία είναι άξια να έχει άξια τέκνα, άσχετα άν οι θεωρίες περί άξιου και ανάξιου συμβαδίζουν μ' αυτό που γράφεται και αυτό που εφαρμόζεται στην πράξη ως καλό και αγαθό.


Ακόμη μάνα, μου έμαθες να υπομένω τα πάντα άσχετα αν εγώ συμβιβάστηκα μ' αυτά που ακούω και βλέπω ή θέλω να τα πολεμήσω.
Μια ζωή όμως δεν κατάφερα να βρω τον πραγματικό άνθρωπο μάνα. Δεν κατάφερα να κάνω φίλους σαν το Δάμωνα και Φιντία παρ' όλες μου τις προσπάθειες, δεν μπόρεσα να βοηθήσω και μετά να με ξεχάσουν, δεν μπόρεσα να χαμογελάσω και να μη μ' εκμεταλευτούν, δεν μπόρεσα να μιλήσω για τον πόνο μου και να μη με αγνοήσουν.


Γι' αυτό μάνα, έπρεπε να μου μάθεις πώς να ξεπηδήσω από το καβούκι που με βάζουν οι δυνατοί, πώς να σηκωθώ από το βαρέλι που με στριμώχνουν και μου λένε άκου, κοίταζε και μη φωνάζεις. Όσο κι αν με κατηγορούν εγώ ήρεμα να τα ξεχνώ μου έμαθες...
Αχ μάνα,
Τώρα γράφω αυτά τα λόγια, παρ' όλο που γνωρίζω πως δεν πρόκεται ούτε τον κόσμο ν' αλλάξω, ούτε την κοινή γνώμη να ταρακουνήσω προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ούτε τον εαυτό μου να κάνω άξιο γιατί η αξία μάνα είναι αυτή που έχει φθαρεί, δεν μπορώ να βοηθήσω γιατί διακινδυνεύω να θεωρηθώ φαντασμένος, δεν μπορώ να συμπονέσω γιατί κινδυνεύω να κατηγορηθώ, δεν μπορώ ν' απλώσω το χέρι βοηθείας γιατί θα συκοφαντηθώ.


Μάνα, το ξέρεις ότι ακόμη ούτε στα παιδιά δεν μπορώ να μιλήσω δίχως να θεωρηθεί πως τα εκμεταλεύομαι; Δεν μπορώ να βγάλω από την τσέπη ένα δολάριο δίχως να θεωρηθεί ότι δωροδοκώ; Ακόμη, μάνα, γιατί μ' έκανες ν' αγαπώ τόσο τις λέξεις; Γιατί μ' έκανες να με βολοδέρνει το ενάρετο; Γιατί μου έμαθες να ξεσπώ στις λέξεις για να ξεχνάω; Εφόσον μάνα ένας συγγραφέας που συμβιβάζεται με τα δεδομένα προτού ακόμη πάρει μπροστά του το χαρτί και το μολύβι δεν μου είπες πως έχει αποτύχει ήδη.

Και βάστα μάνα, έχω κι άλλα να σου πω;

Και πριν ακόμη ξεκινήσω να σου υποσχεθώ προς στιγμή ότι δεν έχω προηγούμενα με κανέναν μάνα, ότι δεν μου δίδαξε κανείς τίποτα, ούτε κι εσύ, ότι δεν έμαθα από μόνος μου τίποτα, ότι δεν άκουσα τίποτα, ότι δεν πιστεύω σε τίποτα, ότι δεν εξαρτώμαι από τίποτα και κανέναν, ότι κανείς δεν εξαρτάται από μένα, ότι κανείς δεν περιμένει από μένα και ότι εγώ δεν περιμένω τίποτα από κανέναν. Θα υποσχεθώ ότι δεν έχω καμία φοβία, ότι δεν έχω κανένα ψυχολογικό υστέρημα και ότι θα σου γράψω γι' αυτό που βλέπω και μόνον σαν να το είδα για πρώτη φορά. Έτσι μόνον έχω κάποια ελπίδα μάνα να περάσω, για τον εαυτό μου και μόνον, από το ανεπίτρεπτο και συμβατικό στο αληθινό κι αποφεύγοντας το ψέμα σαν χολή και μολυσμένη αρρώστεια να κάνω μια προσπάθεια να προσεγγίσω την πραγματικότητα.


Είναι καιρός τώρα να θεωρήσω ότι ποτέ δεν πρόκειται να φτάσω στην απόλυτη αλήθεια, όσο κι αν προσπαθήσω. Γιατί θα υπάρχει πάντα κάποιο ψέμα στα λεγόμενά μου, ένα ψέμα που δεν θα το γνωρίζω κι έτσι η λογική μου θα λανθάνει.

Τι όμως πιο ζωοδόχο μάνα από τη σκέψη; Σ' ευχαριστώ που μούδωσες τη σκέψη. Ο σκεπτόμενος μου είπες πως ζει, αναπνέει τον αέρα του πολιτισμού, δημιουργεί και επικοινωνεί σ' όλες τις διαστάσεις και σ' όλα τα μήκη και πλάτη με το περιβάλλον. Ο,τιδήποτε κι αν κατορθώσω πρέπει πρώτα να το σκεφτώ μου είπες μάνα. Ο,τιδήποτε κι αν σκεφτώ επηρρεάζεται από τη γνώση (τη γνώση που απέκτησα από προσωπικές μου εμπειρίες)


Τώρα όμως μάνα μου γλυκειά άλλαξαν οι καιροί. Δεν είναι όπως ήταν τα πράγματα όταν εσύ ήσουν στα νιάτα σου. Τώρα δεν έχω γνώση τι να πω στα παιδιά μου. Τι να τους μηνύσω δεν έχω ιδέα μάνα. Πόσο καλό χωράει μέσα στο κακό; Πόσο λίγο ψέμα και εύκολη απάτη μπορεί να αλλοιώσει την αλήθεια; Τι έγινε λοιπόν μ' εκείνη την αλήθεια...;

Wednesday 5 December 2007

Οι Έλληνες της Μελβούρνης...

Πώς να πεθάνει η Ελλάδα, πώς να χαθεί αυτό που βρίσκεται βαθιά ριζωμένο μέσα στις ψυχές των απανταχού Ελλήνων; Όπου υπάρχει Έλληνας υπάρχει και η γαλανόλευκη, όπου υπάρχει η γαλανόλευκη υπάρχει και θα υπάρχει κι ένας γαλανότατος παλμός όσο ο ουρανός έχει το ίδιο χρώμα κι όσο η θάλασσα, η απέραντη αυτή μάνα μας, αντικατοπτρίζει μπλε.
Παρακολουθήστε στα βίντεο αυτά τι είναι ζωγραφισμένο στα πρόσωπά μας, τι λένε τα χείλη μας και τι κρατούν τα χέρια μας...
Τα βίντεο είναι δείγματα από τις δραστηριότητες των Ελλήνων στην ψυχή κατοίκων της Μελβούρνης. Προσθέτουμε κι από ένα νέο βίντεο σταδιακά.

1. 25η Μαρτίου 2007 και παρέλαση στη Μελβούρνη


2. Το μνημείο των πεσόντων Αυστραλών στους διάφορους πολέμους ντύθηκε στα γαλανόλευκα - 25 Μαρτίου 2007

Saturday 1 December 2007

Για τη Μακεδονία βρε γαμώτο...

4. Eγώ κάπου εκεί μέσα στους ασήμαντους κρατώντας ψηλά ένα κομμάτι από το δικό μου χώμα αυτό που με γέννησε και δεν το δίνω σε κανέναν...
Δίπλα στη σημαία με την πινακίδα ψηλά να γράφει "Δεν δίνουμε το όνομα της Μακεδονίας μας". Άραγε ο κ. Καραμανλής το είδε; Το αναγνώρησε; Το κατάλαβε αυτό που έφεγγε μέσα στο βαθύ σκοτάδι; Ή απλά το αγνόησε;
Εσείς όμως μην απογοητεύεστε, υπάρχει πολύ φως μέσα σ' αυτό το σκοτάδι γι' αυτούς που δεν χρειάζονται μάτια για να βλέπουν... Αρκεί να πατήστε το "play"



5. Οι Έλληνες ολόκληρης της Αυστραλίας για μια ακόμη φορά, παρ' όλο που δεν χρειάζεται να αποδείξουν τίποτα πλέον, τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο στις 18 Νοεμβρίου 2007, στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στη Μελβούρνη.

Friday 30 November 2007

Οκτώβριος 2003

Αγαπητέ κύριε Μιχάλη Κ. Γκιόκα,

Με όλο το σεβασμό στη μόρφωσή σας, τη θέση σας στην κοινωνία, την ελληνικότητα και την ανθρωπιά σας θα ήθελα να μου επιτρέψετε την ταπεινή αυτή γνώμη που έρχεται σ’ εσάς από τα βάθη του νοτίου ημισφαιρίου, την Αυστραλία.

Σε όλα συμφωνώ μαζί σας και επικροτώ το ύφος της επιστολής σας, καθώς και τις παραινέσεις για το Ελληνικό έθνος και τις δοκιμασίες που πέρασε.
ΖΗΤΩ Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ!!!

Διαφωνώ όμως σε κάτι μαζί σας.Και δεν διαφωνώ απλά, αλλά είμαι εντελώς αντίθετος στην εισήγηση σας ν’ απαγορευτεί στο παιδί Οδυσσέα Τσενάι να σηκώσει την Ελληνική Σημαία. Θα συμφωνούσα μαζί σας μόνον μ’ έναν όρο, όταν το παιδί αυτό έχει αποδεδειγμένο παρελθόν ανθελληνισμού ή είναι πολέμιος του ελληνικού πνεύματος. Πράγμα το οποίο δεν πιστεύω να ευσταθεί.

Αν το Ελληνικό Πνεύμα έχει την αξίωση να γίνει παγκόσμιο, αν η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός πρέπει να διαδοθούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να στερήσουμε τα άτομα που αγαπούν την Ελλάδα και τις παραδόσεις της, και συνεπώς σαν αλλοεθνείς είναι φιλέλληνες, το δικαίωμα ν’ ασπάζονται τα ελληνικά σύμβολα. Δεν έχουμε το δικαίωμα ν’ απαγορεύουμε αυτούς που θέλουν στοργικά και με τον απαιτούμενο σεβασμό να δείξουν τον φιλελληνισμό τους.

Επιφανείς διανοούμενοι πριν από σας κι εμένα έχουν διακηρύξει πως «ο ελληνικός πολιτισμός ανήκει σ’ ολόκληρο τον κόσμο», συνεπώς όχι σ’ αυτούς που τον καταδιώκουν. Για ν’ ανήκει ο ελληνικός πολιτισμός σε όλους πρέπει να προσπεράσει τα στενά σύνορα και τις παρωπίδες της νόησής μας και να ταξιδεύσει σε όλα τα έθνη. Κι ακόμη κάτι που πιστεύω ακράδαντα: Αυτός ή αυτή που αγαπάει κάτι (είτε αυτό είναι αντικείμενο είτε είναι ιδέα) και το δείχνει έμπρακτα και με τον απαιτούμενο σεβασμό, μπορεί να θεωρείται και συνκάτοχος αυτού. Γι’ αυτό κι εμείς που αισθανόμαστε Έλληνες, παρ’ όλο που έχουμε βαπτιστεί και ορκιστεί κάτω από το λάβαρό μας να το προστατέψουμε δεν μπορούμε παρά να το παραδώσουμε σε όσους έχουν την καλή θέληση να το υπερασπίσουν, να το ανασηκώσουν, να το στηρίξουν. Πρέπει να αντιστεκόμαστε και να πολεμάμε μόνον όποιους προσπαθούν να το καθηλώσουν.

Ευχαριστώ για την ευκαιρία

Ιάκωβος Γαριβάλδης

Wednesday 28 November 2007

Γιατί πρέπει να χάσεις τους φίλους σου

Και να εκνευρίσεις όλους τους άλλους...


Είναι άραγε δυσχερές να είναι κάποιος ανθρωπιστής, έξυπνος, ευειδής, καλοσυνάτος στην εποχή της φρενήρης ηλεκτρονικής έξαρσης; Είναι άραγε καθ’ όλα δύσκολο να προσπαθεί να επιζήσει, πριν ακόμη καν σκεφτεί το πώς θα προοδεύσει ή πώς θ’ αφήσει κάτι δημιουργικό πίσω σου; Ίσως όμως θα πρέπει να καθοριστεί το τι εννοείται με τη λέξη «ανθρωπιστής» αν και αυτό βρίσκεται σε οποιοδήποτε λεξικό.

Είναι άραγε δυσχερές να είναι κάποιος ανθρωπιστής, έξυπνος, ευειδής, καλοσυνάτος στην εποχή της φρενήρης ηλεκτρονικής έξαρσης; Είναι άραγε καθ’ όλα δύσκολο να προσπαθεί να επιζήσει, πριν ακόμη καν σκεφτεί το πώς θα προοδεύσει ή πώς θ’ αφήσει κάτι δημιουργικό πίσω σου; Ίσως όμως θα πρέπει να καθοριστεί το τι εννοείται με τη λέξη «ανθρωπιστής» αν και αυτό βρίσκεται σε οποιοδήποτε λεξικό.

Όμως πόσο δεκτό μπορεί να γίνει το άτομο σε μια κοινωνία με τον ανθρωπισμό του; Πότε πρέπει κάποιος να λέει ως εδώ και μη παρέκει; Ερωτήματα που απασχολούν κατά πολύ τον άνθρωπο που θέλει, ή νιώθει την ανάγκη, να ζει σε αρμονία με τους συνανθρώπους του κι αν καταστεί δυνατό να τους βοηθάει όπου μπορεί.

Γι΄ αυτό κάθισα με υπομονή κι έβαλα σε μια τάξη τις σκέψεις μου με σκοπό να βγω σε κάποιο συμπέρασμα:

Ο ΕΞΥΠΝΟΣ (όχι ΕΞΥΠΝΑΚΙΑΣ)

Είναι δύσκολο να είσαι έξυπνος, σήμερα, πόσο μάλλον να είσαι ιδιοφυία ή φαινόμενο. Αν χωρίσουμε την εξυπνάδα σε τρία επίπεδα θα μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα την κατάσταση.
• Αν είσαι λίγο έξυπνος είναι επικίνδυνο, διότι από τη μια εσύ νομίζεις πως γνωρίζεις σχεδόν όλα και βγαίνοντας στο δρόμο υπάρχει κίνδυνος να τρως συνέχεια τη γλώσσα σου σ’ αυτό που θα πεις, σ’ αυτό που θα κάνεις ενώ από την άλλη ο κόσμος σε βλέπει σαν εξυπνάκια ή στη χειρότερη περίπτωση σαν πονηρό.
• Αν είσαι πιο έξυπνος από τον μέσο άνθρωπο τότε είναι ακόμη χειρότερα. Οι άλλοι σε βλέπουν με κάποια δόση καχυποψίας. Δεν σε καταλαβαίνουν, κι επειδή δεν σε καταλαβαίνουν σε φοβούνται. Κι επειδή σε φοβούνται σε υπονομεύουν με την πρώτη ευκαιρία. Μην περιμένεις να σε σεβαστούν, μην περιμένεις να ακούσουν τη γνώμη σου, το συμφέρον τους είναι το πρώτο που θα σκεφτούν και με γνώμονα αυτό θα ψάξουν να βρουν αιτίες να σε παραγκωνίσουν.
• Αν είσαι ιδιοφυία τότε βρίσκεσαι στη χειρότερη κατάσταση που είναι δυνατόν να βρεθείς. Από μικρό παιδί βρίσκεσαι στο στόχαστρο των μωρών σε σύγκριση μ’ εσένα κι η πίεση αυτή σου σε κάνει να υποφέρεις. Δεν μπορείς να παρακολουθήσεις το σχολείο όπως τα άλλα συνομήλικα παιδιά γιατί δεν γνωρίζουν όσα εσύ γνωρίζεις, δεν μπορείς να συμμετέχεις μαζί τους στο παιχνίδι γιατί τα παιχνίδια τους είναι ανιαρά, απύθμενα, δεν εκπληρώνουν τις προσδοκίες σου. Στις εξόδους ή στις συζητήσεις βρίσκεσαι σε αμηχανία συνεχώς γιατί με κάθε κουβέντα των ανθρώπων που συναναστρέφεσαι βλέπεις τα μύρια προβλήματα που έχουν οι υποθέσεις και εικασίες τους. Εκείνοι σε βλέπουν σαν ένα έκτρωμα, μια κηλίδα στους προσωπικούς τους στόχους, στις επιδιώξεις τους. Κι έτσι το αποτέλεσμα είναι να κλειστείς αμετάκλητα στον εαυτό σου, να περιορίσεις τις εξόδους σου, να μπεις πιο μέσα στα ενδιαφέροντα και στις δραστηριότητές σου και στην απομόνωση. Συνάμα υπάρχει μεγάλος κίνδυνος εκείνοι που βλέπουν την αξία σου να σου γίνονται ταγάρι για ν’ αρπάξουν όσο το δυνατόν περισσότερες ιδέες από την μαεστρία σου.

Ο ΠΡΟΙΚΙΣΜΕΝΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ

Ένας ευειδής άνδρας ή μια όμορφη γυναίκα ήταν και είναι πάντα σε ζήτηση στην κοινωνία. Ο ανώριμος άνδρας όταν είναι όμορφος στο σώμα γίνεται στόχος ζηλοφθονίας από μικρό παιδί, κι αν η οικογένειά του τον χειρίζεται διαφορετικά από τα άλλα μέλη, όπως γίνεται συνήθως, θα τον κακομάθει. Το αποτέλεσμα της κακομάθειας είναι να μην μάθει αυτά που του χρειάζονται για να επιζήσει γιατί άλλοι τα κάνουν γι’ αυτόν / αυτήν, και συνάμα να μη μάθει να προσπαθεί γιατί με την παραμικρή προσπάθεια από μικρό παιδί έμαθε να του προσφέρεται αυτό που ζητάει.
Η όμορφη γυναίκα έχει περισσότερη ευκαιρία να ζήσει στη χλιδή γιατί συνήθως πλούσιοι άνδρες αναζητούν όμορφες γυναίκες για ταίρι τους. Όμως αυτό δεν γίνεται πάντα, με αποτέλεσμα οι γυναίκες αυτές να υπομένουν την αγένεια και σεξουαλική παρενόχληση συναδέλφων, φίλων και όχι μόνον.

Ο ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ – ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Σίγουρα έχει πρόβλημα το άτομο σ’ αυτή την περίπτωση. Κι έχει σοβαρό πρόβλημα από τους γύρω του που πρώτα κοιτάζουν το συμφέρον. Αυτούς που δεν ενδιαφέρει το δίκαιο όταν το δίκαιο δεν συμβαδίζει με το συμφέρον τους. Δεν ενδιαφέρει η αλήθεια όταν το ψέμα θα τους φέρει το χρήμα, τη δόξα, την κοινωνική αξία. Τον αληθινό τον βλέπουν σαν εμπόδιο της προόδου των• τον βλέπουν σαν παράσιτο που πρέπει να τον φέρουν στα μέτρα τους, οπότε και ψάχνουν, συνέχεια ψάχνουν, για ατέλειες στις κινήσεις του.
Στο επίπεδο των εθνών που αναζητούν υπόσταση στον παγκόσμιο περίγυρο όταν δεν έχουν, καταγίνονται στην παραχάραξη της ιστορίας γειτόνων τους και με δωροδοκίες και ανήθικα μέσα επιδιώκουν να εκπληρώσουν τα επεκτατικά τους συμφέροντα.
Στις μεγάλες (μάλλον τεράστιες) εταιρείες / επιχειρήσεις που κατακλέβουν όχι μόνο το δημόσιο αλλά και το άτομο που θα πέσει στα χέρια τους, εκεί είναι που υπάρχει η μεγάλη απάτη διότι η αλήθεια εμποδίζει τα έργα τους προς τα κέρδη, διότι το δίκαιο αφαιρεί από τη δύναμή τους, αφαιρεί από την ευκολία με την οποία εργάζονται.

Ο ΒΟΛΙΚΟΣ Ή ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΣ

Τον βολικό τον καταπατούν όλοι. Του ρίχνουν μια ριπή απαιτήσεων που τον αποστομώνουν. Τον χρησιμοποιούν όσο κανέναν άλλο και τον εκμεταλλεύονται. Συνάμα δε τον κατηγορούν πίσω από την πλάτη σου. Δεν τον προτιμούν στις παρέες τους γιατί δεν έχει τη δύναμη να του δώσεις αντιρρήσεις και συνεπώς δεν τον υπολογίζουν. Τον ξεχνούν στις καλές στιγμές και τον θυμούνται μόνον όταν πρόκειται για κάποιο προσωπικό τους όφελος.

Ο ΙΠΠΟΤΙΚΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΗΣΙΜΟΣ

Η εμφάνιση, η όψη του καθενός είναι και το μέτρο της αξίας του. Ο ιπποτισμός βοηθάει στην προσοχή του άλλου φύλου όμως όχι στη γενική αναγνώριση της αξίας του ατόμου. Όλα σχεδόν εξαρτώνται από το πώς τους βλέπουν οι άλλοι, όχι από το τι πραγματικά είναι. Γι’ αυτό και ο ατέλειωτος αγώνας να δειχτούν οι περισσότεροι μπροστά στις φωτογραφικές κάμερες, στις επιδείξεις, στο στόχαστρο των μέσων ενημέρωσης.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ

Λέγοντας τη λέξη «άνθρωπος» εννοώ έναν πραγματικό φίλο, αυτόν που θα έχει το σθένος και την ψυχοσύνθεση να λέει πάντα την αλήθεια, έστω κι αν αυτό κάνει κακό, να μη βλέπει ποτέ μέσα από το φακό του συμφέροντος και να είναι λεύτερος από θρησκείες, φόβους και τη μανιακή αναζήτηση του υλικού πλούτου ή της δόξας.

Δεν θα το κατορθώσω όμως, γιατί ο τόπος αυτός, η ζωή στη γη αυτή έχει εξαθλιωθεί τόσο που δεν χωράει ειλικρίνεια, δεν αντέχει την αλήθεια εφόσον η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να παραβγεί μπροστά στο ψέμα. Έτσι παντού και πάντοτε βλέπω το ψέμα να με κατατροπώνει. Το βλέπω να μου κόβει κάθε ανάσα τη στιγμή που βγαίνω στο δρόμο της ζωής για λίγη ξεκούραση.

Ιάκωβος Γαριβάλδης

Tuesday 27 November 2007

Ένα κοίταγμα στον καθρέφτη...

Κάθισε δω σε παρακαλώ...

Εσύ, ναι εσύ! Κάθισε δω και άκουσέ με για λίγο.


Κάποτε, αν και δε σε γνωρίζω καλά-καλά ακόμα, ήθελα να κάτσω κι εγώ κοντά σου φίλε μου, να σκεφτώ μαζί σου τη δική σου ανησυχία, να περάσω το δικό σου κατώφλι, στη δική σου πνοή και να σε βάλω στο μέρος της καρδιάς όπου χωράνε μόνο οι πιο στενοί μου φίλοι. Όχι οι συγγενείς.


Κάθισε δω σε παρακαλώ...
Εσύ, ναι εσύ! Κάθισε δω και άκουσέ με για λίγο.

Κάποτε, αν και δε σε γνωρίζω καλά-καλά ακόμα, ήθελα να κάτσω κι εγώ κοντά σου φίλε μου, να σκεφτώ μαζί σου τη δική σου ανησυχία, να περάσω το δικό σου κατώφλι, στη δική σου πνοή και να σε βάλω στο μέρος της καρδιάς όπου χωράνε μόνο οι πιο στενοί μου φίλοι. Όχι οι συγγενείς. Μακριά απ’ τους συγγενείς. Το λέω αυτό έτσι αυθόρμητα, προσπάθησε κι εσύ λοιπόν να μη με παρεξηγήσεις. Ελπίζω να μη με παρεξηγήσεις.
Εμένα τουλάχιστον δεν με νοιάζει πόσο αξίζεις. Δε μ' ενδιαφέρει σου λέω...! Πλην όμως θέλω να ξέρεις πως κανένας δεν αξίζει όσο μια απλή και αγνή σκέψη. Θα μου προσφέρεις αυτή την πιο αγνή σου σκέψη; Αυτή είναι που θα μου δώσει το κίνητρο να σ’ εκτιμήσω, να σε μισήσω ή να σ’ αγαπήσω. Θέλω τόσο πολύ να σ’ αγαπήσω...

ˆ

Πρώτα βέβαια θέλω να μου ομολογήσεις αν συνειδητοποίησες ότι πέρασαν τα χρόνια. Τότε που έτρεχες πηδώντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια για ν’ ακολουθήσεις την παρέα, αποφεύγοντας καν να κοιτάξεις πίσω. Τα θυμάσαι ακόμη, έτσι δεν είναι; Τι λες; Όταν όμως σε πρόσβαλαν οι φίλοι, όταν σε πλήγωναν με τις πράξεις και τα καμώματά τους, τότε γύριζες αδιάφορα το κεφάλι σα να μην ήθελες να κοιτάξεις κανέναν στα μάτια. Ήξερες όμως πως ήταν πραγματικοί φίλοι, κι έδινες γι’ αυτούς ακόμη και τη ζωή σου. Ποτέ δεν σ’ ένοιαζε στην πραγματικότητα πώς θα σου μιλήσουν.
Τώρα αγαπητέ μου άλλαξαν οι καιροί. Τώρα σε φωνάζουν κοντά τους οι εχθροί σου και προσπαθείς να μην τους δυσαρεστήσεις, έτσι δεν είναι; Βγαίνεις κάπου ψηλά και τους χαιρετάς, με τις χαιρετούρες σου που φαίνονται από τόσο μακριά. Τους ρίχνεις και κάτι χαμόγελα που σπάνε καθρέφτες. Αυτούς που σου υπόσχονται ζωή και σου προσφέρουν θάνατο. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι το γνωρίζεις.
Σήμερα δεν έχεις πραγματικούς φίλους... Τι; Έχεις; Πες μου πού είναι την ώρα που τους έχεις ανάγκη;
Σου δείχνουν βέβαια κι εκείνοι τα ίδια μεγάλα χαμόγελα. Μα πάλι δυσαρεστημένος είσαι, με μια διαφορά: τώρα πια δεν ανησυχείς γιατί είσαι σίγουρος πως σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει καν ούτε λογική. Δικαιοσύνη και λογική ξέρεις είναι απλώς δυο λέξεις που τις χρησιμοποιούν για να κρύβονται οι βολεμένοι από πίσω. Καμιά φορά αναρωτιέσαι αν ήταν καλύτερα να μην το γνώριζες. Άντε και για να μη ξεχάσω, αν μιλήσουμε για θρησκείες και θεούς ξέρεις πού θα το πάω... Δεν σου έφταναν οι φυσικές πληγές σου τους έβαλαν κι αυτούς πάνω από το κεφάλι σου για να σε ελέγχουν. Όχι οι θεοί αλλά οι θανάσιμοι φίλοι σου.
Κάπου - κάπου σ’ αντικρίζουν δυο απ’ αυτούς τους παλιόφιλους στο δρόμο και κάνεις πως δεν τους βλέπεις. Τρομάζεις στη σκέψη να τους μιλήσεις για την κατάντια σου. Γυρίζεις το κεφάλι από την άλλη πλευρά κι ανοίγεις το βήμα προς το σπίτι. Στο σπίτι ή στην κρυψώνα; Το ίδιο κάνει. Μόλις φτάσεις, κλείνεσαι στο δωμάτιο και βάζεις τα κλάματα. Έστω κι αν δεν υπάρχουν δάκρυα οι τύψεις δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις, γι’ αυτό βάζεις τα κλάματα. Λες και κάποιο μεγάλο κακό έκανες. Στενοχωριέσαι σαν να έκανες φόνο. Νιώθεις αδύναμος, ηττημένος, απογοητευμένος, μια σκευωρία που προκαλεί η κοινωνική αμορφωσιά γύρω σου και συ συνεχίζεις να ζεις ανάμεσα σ' αυτούς που λένε πως γνωρίζουν τα πάντα. Ανάμεσα στους τόσους ανίκανους. Ανίκανους κι ανήμπορους ν' αλλάξουν τον άνθρωπο μέσα τους. Δε σε νοιάζει καθόλου για την εμφάνισή τους. Δεν σε νοιάζει τι πιστεύουν, ή πού δουλεύουν, παρά σε νοιάζει γι’ αυτό που κρύβουν μέσα τους. Να όμως που δεν φεύγει... δεν χάνεται. Ακολουθεί το διάβα τους σαν μια τεράστια σκιά που τους σκεπάζει και πνίγει ότι αγαθό έχουν μέσα τους. Μέχρι να βρικολακιάσουν...
Άκουσε όμως και λίγο τον Αίσωπο. Κοίταξε και λίγο το σακί που έχεις στην πλάτη σου. Μη μου πεις πως δεν είδες ποτέ το σακίδιο στην πλάτη σου!
Εγώ είμαι εδώ να σε βοηθήσω. Είμαι τριγύρω σου φίλε μου, μη με λυπάσαι. Μη μας λυπάσαι. Κοίτα μας όλους, έτοιμοι για φωτογραφία πανέτοιμοι... Γιατί ξέρουμε πως το σώμα θα λιώσει, το χαμόγελο θα σβήσει πιο γρήγορα κι από μια σκέψη και τα έργα μας, κυρίως τα κρυφά, ποιος ξέρει αν θα βγουν κάποια μέρα στη φόρα. Όμως η φωτογραφία δεν θ’ αλλάξει, η φωτογραφία θα μείνει για να προδίδει αυτό που ήμασταν. Ή μάλλον αυτό που νομίσαμε πως ήμασταν πριν βγούμε παραπέρα κι αρχίσουμε τον πόλεμο∙ ή το κουτσομπολιό για κάτι ή κάποιους που τράβηξαν την προσοχή μας. Πάντα πρώτοι εμείς στην αντιπαράθεση για να είμαστε οι πρώτοι και στην επίθεση...
Βομβαρδίζουμε ο ένας τον άλλο με ότι πιο καταστρεπτικό πιάσουν τα χέρια μας, ή και το στόμα μας, το ίδιο είναι. Κι ας είμαστ’ όλοι αντάμα. Κι ας μένουμε στο ίδιο χωριό, στο ίδιο σπίτι. Κι ας βγαίνουμε μειδιάζοντας και στητοί στην ίδια φωτογραφία. Μετά χαϊδεύουμε τα βαμμένα μαλλιά μας με τα ματωμένα χέρια και φορούμε μάσκες προσπαθώντας να ξεγελάσουμε τους άλλους, αφού δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας.
Κάθε Πάσχα δεν ξεχνούμε να πλάσουμε τα τσουρέκια, τα κουλουράκια, να στολίσουμε το σπίτι κι ας έχει όση δυσωδία θέλει μέσα μας. Να μην ξεχάσουμε να πάμε στην Ανάσταση το Σαββάτο βράδυ και κει κάτω από το φως των κεριών να πούμε... τι;
Να μην λησμονήσουμε βέβαια να βάψουμε κόκκινα τ’ αυγά την προηγουμένη. Όλα τα βάφουμε κόκκινα. Κάνουμε κόκκινες ακόμη και τις προσευχές μας. Κυκλοφορούμε ανάμεσα στην αδικία, πετώντας από το συμφέρον στη εσωτερική μοναξιά κι από κει στην παραφρόνηση. Φτου να μη μας ματιάσω...
Οι πιο πολλοί χανόμαστε άβολα στην αφάνεια, καθισμένοι βαθιά μέσα στα προσιτά μας σαλόνια, καθώς ρουφάμε φωναχτά τον καφέ ξαπλωμένοι στην πιο μεγάλη πολυθρόνα και κοιτάζοντας από το παράθυρο με την ελπίδα να μας ακούσουν. Δεν μας αρέσει η αφάνεια. Δεν μας βολεύει. Μα είμαστε και τυχεροί γιατί η πολυθρόνα δεν ξέρει. Δεν ξέρει τι συμβαίνει. Αν γνώριζε ίσως και να σωριαζόταν στο πάτωμα από το κακό της.
Ο άδειος, απέραντος χώρος τριγύρω μ’ όλες του τις αντιθέσεις, διαγράφει τα παράδοξα σχήματα που θυμίζουν το φως κάποιας καλύτερης νύχτας και το σκοτάδι κάποιας κακιάς μέρας. Υπόσχονται ν’ αναγεννούν το άπλετο φως του βασιλιά ήλιου που δεν έχει τη δυνατότητα να φωτίσει ούτε μια γωνιά απ' το σκοτάδι αυτού του εσωτερικού μας κόσμου κι έτσι ανήμπορος κι αδέσποτος, χάνεται στις πτυχές της φλοκάτης που ξέχασε ένα ζώο στη γυαλάδα του παρκέ. Τη χλιδή αυτού του παρκέ που δεν το έχει γρατσουνίσει τακούνι.
«Έξω τα παπούτσια από το σαλόνι !» φωνάζουμε κάθε φορά. Λες και δεν θέλουμε να λερώσουμε, οπότε ζητούμε απ’ όλους να τα βγάζουν στην είσοδο και μετά στην έξοδο αφού τα τσαλαπατούν άλλοι τα ψάχνουμε, όλο τα ψάχνουμε. Αν δεν τα βρούμε τότε αισθανόμαστε πως μας αδίκησαν άλλοι. Αν τα βρούμε αρχίζουμε τις κλωτσιές στον πρώτο τυχόντα...



Περνούν τα χρόνια αδερφέ. Κι όλοι, αφανισμένοι μέσα στο καβούκι μας χρωστάμε πολλά στον κόσμο αυτό κι ατέλειωτα στα πάθη μας. Το κορμί, σαν μαραμένο τριαντάφυλλο σαπίζει μπρος στην απέραντη δύναμη του χρόνου καθώς εμείς ξεχάσαμε να σταματήσουμε από το τρέξιμο, για μερικούς την αναζήτηση της γνώσης. Άραγε γνωρίζουμε περισσότερα; Άραγε είμαστε πιο ευτυχισμένοι όταν γνωρίζουμε περισσότερα; Άραγε τι θ’ αφήσουμε πίσω μας απ’ αυτά που γνωρίζουμε; Τι θα πάρουμε μαζί μας; Αν μπορείς προσδιόρισέ τα. Μα, όλα στη φύση το ξέρουν, εμείς μόνον ακόμη δεν το καταλάβαμε... Ή κάνουμε πως δεν το καταλάβαμε. Δεν γνωρίζω αν είναι το ένα ή το άλλο· ή ακόμη αν απλά ξεχνάμε κι όσο γερνάμε πιάνουμε τον εαυτό μας να ξεχνάει σκόπιμα όλο και περισσότερο. Όπως το γέρο που ακούει μόνον αυτά που θέλει. Ρίχνουμε και καμιά ρουφηξιά παραπάνω στον καφέ κι ας μην έμεινε τίποτα άλλο να ρουφήξουμε εκτός από τα κατακάθια, έτσι για ν’ αποφύγουμε να πούμε αυτό που μας βασανίζει.

Š

Τώρα τι σου τα λέω όλ’ αυτά; Ούτε κι εγώ δεν ξέρω, μια και συ τ’ αντικρίζεις σαν ανεπιθύμητη αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα αυτή που βρίσκεται παντού. Πού τριγυρίζει στον κόσμο μας κι ευτυχώς που υπάρχει γιατί αλλιώς φαντάσου αχαριστία που θα βλέπαμε γύρω μας. Ναι αυτή είναι η πραγματικότητα.
Τελικά αυτό που θέλω τόσο πολύ, είναι να σ' έχω στο σημείο της καρδιάς, όπου μπορείς ανά πάσα στιγμή με μια απότομη κίνηση να μου κατακρεουργήσεις την ψυχή, να με προδώσεις, να μου δημιουργήσεις τέτοια τραύματα που δε θα μπορέσω να τα προσπεράσω ποτέ. Τραύματα θανάσιμα. Συνάμα, θέλω με την παραμικρή σου κι απαλή κίνηση να μπορείς να μου δημιουργήσεις τόσο ανείπωτες χαρές που δεν θα μπορέσω ποτέ να τις ξεχάσω. Θέλω να βρίσκεσαι κοντά μου, για να είμαι σε θέση να σου μιλήσω ανοιχτά για το πού πάω κάθε βράδυ που είμαι μόνος, για το τι σκέφτομαι κάθε στιγμή που με περιτριγυρίζουν οι δρόμοι κάποιου λαβυρίνθου. Και μη μου πεις πως δε γνωρίζεις τους λαβυρίνθους; Όπου κι αν πας σ’ αυτό τον κόσμο σ' αυτούς θα καταλήξεις... Κι αν δε σε βρει ο Μινώταυρος θα είσαι άτυχος. Θα είσαι άτυχος γιατί θα συνεχίσεις να ταλαιπωρείσαι ενώ το κουρασμένο σου κορμί θ’ αναρωτιέται γιατί γεννήθηκες. Λες να μην υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος; Λες να ήταν τύχη; Ίσως...
Κατάλαβα όμως τώρα, πως μ' έχεις προσπεράσει σε τόσα πολλά πράγματα. Μ' έχεις διδάξει τόσα πράγματα που δε χρειάζεται να τ' αναφέρω, γιατί ίσως από ντροπή μου φύγεις. Τέλος πάντων, να είσαι σίγουρος πως μ' έχεις διδάξει. Δε θέλω βέβαια να φύγεις... Μου έδωσες εκείνο το χέρι που περνάει πάνω από τον πόνο των ανθρώπων και τους κάνει να γιατρεύονται. Μου έδωσες εκείνο το βλέμμα που κάνει βασιλιάδες να γονατίζουν και μούσες να τραγουδούν για μέρες χαράς που λένε πως έρχονται. Αν έρχονται;
Εγώ σταμάτησα πλέον να σταυροκοπιέμαι. Ενώ εσύ που βλέπεις γύρω σου με την ανήσυχη ματιά φοβάσαι μήπως κι απογοητευτούμε όλοι, μήπως και δεν εκπληρωθούν οι προσδοκίες. Τι μας συνερίζεσαι; Τι κάθεσαι και στενοχωριέσαι; Το μόνο που κατορθώνεις, είναι να σε αποκαλούν κορόιδο. Αν και είσαι σίγουρος πως μας μιλάς στη γλώσσα μας αναρωτιέσαι γιατί δε σε καταλαβαίνουμε; Γιατί δε βλέπουμε ένα μέτρο μπροστά μας; Αναρωτιέσαι και σκέφτεσαι αν αξίζει να συνεχίσεις την προσπάθεια. Ποιος τελικά νομίζεις πως είσαι;
Κάθε λίγο, έρχεται το παρελθόν μπρος σ' εκείνα τα τόσο εκφραστικά σου μάτια, σε κάνει να δακρύζεις καθώς οι φοβίες διαδέχονται η μία την άλλη και σου προκαλούν κάποια απελπισία που είναι όμως τόσο παροδική. Όσο παροδικό είναι και το προσποιητό μας χαμόγελο. Δεν ξέρεις αν πρέπει να φοβάσαι ή να διστάζεις, να λυπάσαι ή να φωνάζεις. Είναι φορές που πιστεύεις πως αν τρελαθείς πια σώθηκες γιατί θα σε βάλουμε να ζεις χώρια. Τι όμορφα! Μια και δεν θέλεις να βλέπεις κανένα. Τους βαρέθηκες όλους. Γιατί ζουν σαν βδέλλες που τρώνε απ' το λαβωμένο σου σώμα. Συνεχίζουν να τρώνε έστω κι αν εσύ δεν έχεις άλλο τίποτα να προσφέρεις. Συνεχίζουν να σου ζητούν έστω κι αν εσύ βρίσκεσαι κατάκοιτος στο κρεβάτι.
Κάθε λίγο και λιγάκι, εκεί που αρχίζει μια ηρεμία νεκρική να σέρνει τα βήματά σου, έρχεται κάποιος που μ' έκπληξη δική σου, σε φιλά στο μάγουλο προσφέροντάς σου απλόχερα από την αδυναμία του.
Αυτός που λέει πως σ' αγαπάει...
Μπρφφφφ...
Σου λέει πως σ' αγαπάει, αν και δεν ξέρει τι σημαίνει αγάπη και σε βάζει πάλι κάτω απ' το ζυγό νομίζοντας θα συνεχίσεις να τον υπηρετείς. Αν το κάνεις τα κατάφερε, αν δεν το κάνεις θα σε μισήσει. Δεν θα σου ξαναμιλήσει κι αν είναι από κείνους... κάποιους, θα σου κάνει και κακό. Αχ αυτή η αγάπη! Αυτή η αγάπη... που βρίσκεται πάντα πριν από ένα κάλεσμα κάποιου συμφέροντος. Πού ήταν και πού κατάντησε η αγάπη; Την έχουμε στο στόμα μας ακόμα κι εμείς οι μαστροποί. Και τη λερώνουμε. Και τη χλευάζουμε. Την κατακρεουργούμε. Και μια μέρα εξαφανίζεται... Μια μέρα αλλάζει όψη και γίνεται μίσος.
Αν τέτοιες σκέψεις φίλε σου σφραγίζουν τη ζωή, αν σου φέρνουν αναμνήσεις και σε κάνουν να μην ξεχνάς, να είσαι σίγουρος πως ο δικός σου εσωτερικός κόσμος είναι γεμάτος καλοσύνη, αυταπάρνηση κι αυτοθυσία...
Σε ζηλεύω.
Έλα, πιάσε τα χέρια μου. Έχω μέσα τους κάτι για σένα... Μόνο για σένα.
Κοίταξέ με προσεκτικά στα μάτια. Αν ποτέ ζητήσεις έν’ ακουμπιστήρι για την απορία σου, αν βαρεθείς ψάχνοντας αυτό που δεν υπάρχει, έλα και κάτσε δίπλα μου. Η μοναξιά μου είναι εκεί για σένα. Το άγνωστο που με κυριαρχεί μην το διαταράσσεις με τη γνώση σου, μην προσπαθείς να κλέψεις από το χώρο του, γιατί του χαλάς την ηρεμία, το γεμίζεις με γνώση, άρα και το κάνεις να υποφέρει. Καλύτερα το άγνωστο να μην ξέρει. Κι εγώ που ζω μέσα σ’ αυτό, και θέλω να ζήσω πιο χαρούμενος, όσο ζήσω, ενοχλούμε. Άσε με λοιπόν στην αμορφωσιά μου. Η ατολμία μου σε θέλει να της συμπαρασταθείς. Ξέχασε τα εγκόσμια βασίλεια. Είναι, τ' άτιμα, μόνο γι' αυτό τον κόσμο.
Αλλά μην περιμένεις άλλο κόσμο! Δεν υπάρχει! Ξέχασέ το, μωρέ. Το γνωρίζουν καλύτερα από μας ακόμη και τα μυρμήγκια. Γι' αυτό και κάθε τόσο οι διάδρομοι οι δικοί μας νομίζουμε αλλάζουν και περιμένουμε τη θεία δίκη να συμπληρώσει τη δική μας αδυναμία. Ενώ για τα μυρμήγκια οι διάδρομοι δεν αλλάζουν αν δεν τους ξαναχαράξουν από μόνα τους μέσα στη γη.
Όσο για μας μετακινείται ο στόχος και ο σκοπός μας κάθε ώρα. Διασκευάζουμε γνώμες κι απογοητευόμαστε καθημερινά. Φωνάζουμε ‘αδικία’ και συνεχίζουμε ν’ αδικούμε. Περνάμε απ' τη χαρά στην απελπισία με τη ριπή μιας γνωριμίας που δεν ωρίμασε. Δεν πρόλαβε να τη δει ο χρόνος και να την αξιολογήσει.
Τα ξέρουμε πάντα όλα αδερφέ μου· κι ας μη μπορούμε να ξεχωρίσουμε το φως απ' το σκοτάδι.

Αυτά, λοιπόν.
Αυτά καλέ μου φίλε.
Σου τάπα για τώρα όλα.
Δεν έχω άλλα σήμερα να σου εξομολογηθώ.
Αν δεν μ' ακούσεις θα καταστραφείς κι εσύ, αν με ακούσεις... μην περιμένεις τίποτε καλύτερο.

Χροιά της Αφθαρσίας

2005 -
Φυσάει, φυσάει αδυσώπητα σε μια απόμακρη πολιτεία όπου διαβαίνουν σαστισμένοι οι σωτήρεςνα περισώσουν ότι προλάβουν από τα συντρίμμιακαι τον αμείλικτο άνεμο της τρομοκρατίαςπου παίρνει μαζί του νιότη, πνεύμα, κάλλη…Εδώ και τώρα διαμοιράζεται η νοσταλγία,οι ανατριχιαστικές μνήμες κι αμέ-τρητοι, αμέτρητοι τάφοι...


Έκθεση Βιβλίου -
Η φθορά όμως διαφθείρεται, εφόσον δεν κατορθώνει να πτοήσει το ηθικό του συγγραφέα που βάζει στόχο την έκφραση μέσα από την ειλικρίνεια, τη δικαιοσύνη και τα ‘πιστεύω’ του. Αποτελεσματικό αντίδοτο στα σύγχρονα γεγονότα. Μιλάμε για τη φθορά την οποία επιφέρει ο χρόνος, ο τόπος και οι συγκυρίες στο σώμα και στο πνεύμα από την ημέρα που καταλάβαμε τι σημαίνει η λέξη ‘αφθαρσία’.Τον συγγραφέα που ακολουθεί το ήθος του δεν τον φοβίζει αυτή η φθορά γιατί γνωρίζει πως οι τάφοι ποτέ δεν θα ξεπεράσουν τις νέες δημιουργίες. Κάθε χρόνος που περνά έχει τη δική του ιδιαιτερότητα αφήνοντας και μια νέα γρατσουνιά περισσότερη όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στα χαρτιά του. Η αφθαρσία είναι πλέον σύμμαχός του, εφόσον είναι ο μόνος γενναίος που φωνάζει για τα δίκαια και ιερά ενώ συνάμα αψηφά το θάνατο σε μια κοινωνία που φοβάται ακόμη και τη σκιά της.Ο απόδημος συγγραφέας είναι κάτι ακόμη καλύτερο. Δεν ήρθε στην αλλότρια γη για να δει πόσο όμορφες στιγμές θα περάσει σε απογευματινούς περιπάτους. Ήρθε για να δουλέψει σκληρά, για ένα καλύτερο αύριο, για ’κείνον και την οικογένειά του. Για την ηθική του ισορροπία και την ανάγκη να επιζήσει όχι μόνον σαν σώμα, αλλά κυρίως σαν πνεύμα, σαν γλώσσα, σαν μια μερίδα του ανθρωπισμού που πέρασε τόσα πολλά, ανέχθηκε τόσα πολλά.Αυτοί βέβαια που δημιουργούν χρησιμοποιώντας την τέχνη του λόγου δεν είναι όλοι γεννημένοι στη χώρα που ζουν. Παράδειγμα οι ελληνικής καταγωγής συγγραφείς της Αυστραλίας. Συνάμα και τα παιδιά τους που χρησιμοποιούν την ελληνική. Γεγονός το οποίο αποδεικνύει πως η πρώτη γενιά είχε μια θετικότατη επιρροή στους απογόνους της. Πάντοτε με το σκεπτικό ότι δεν γνωρίζουμε το ποσοστό των συγγραφέων που δεν μετανάστευσαν αλλά γεννήθηκαν στην Αυστραλία…Ο Ελληνο-Αυστραλός συγγραφέας, όπως και ο αντίστοιχος οπουδήποτε γης, δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο προέλευσής του, τη γλώσσα και τον πολιτισμό του. Έγραψε βιβλία φέρνοντας μια ιδιαιτερότητα στη χώρα που ζει. Σε αρμονία με το νέο του περιβάλλον και με αυτά που διδάχτηκε από τη ζωή έφερε σε πέρας ένα έργο αξιοζήλευτο για οποιαδήποτε κοινωνική μειονότητα.Στην Αυστραλία μέχρι σήμερα δημιούργησε περί τα επτακόσια συγγράμματα. Αναλυτικότερα, ανάμεσα στα βιβλία των Ελλήνων της Αυστραλίας, συγκαταλέγονται οκτώ περιοδικές εκδόσεις όπου πολλές φορές συμμετέχουν μέχρι τους εξήντα συγγραφείς. Εικοσιπέντε ανθολογίες όπου συμμετέχουν από τέσσερα έως σαράντα άτομα στην ίδια έκδοση. Συνολικά πάνω από τριακόσιοι συγγραφείς (γυναίκες και άνδρες) καταπιάστηκαν και με τις δυο γλώσσες, την ελληνική και την αγγλική με αποτελεσματικότητα.Τι είναι αποτελεσματικός συγγραφέας; Αποτελεσματικός συγγραφέας είναι αυτός που συγγράφει αυτό που πολλοί γνωρίζουν, αλλά φοβισμένοι θέλουν να κρύψουν, από τους γύρω και τον εαυτό τους κυρίως. Αποτελεσματικός συγγραφέας είναι αυτός που ξέρει ότι γνωρίζει αρκετά για κάποιο θέμα και συνάμα κάνει μια μεγαλύτερη προσπάθεια να το εξερευνήσει βαθύτερα. Αυτός που δεν είναι δέσμιος των σκέψεών του, αλλά δεσμεύεται να τις εξωτερικεύσει είτε στο χαρτί είτε στον υπολογιστή.Αυτοί είναι η χροιά της αφθαρσίας… Εκείνες ή εκείνοι που άφησαν το στίγμα τους στην ελληνική γλώσσα, με τις δικές τους σκέψεις και ανησυχίες, τα δικά τους δημιουργήματα στο τέρμα του ανέμου που φύσηξε για να τους φέρει στον ξένο τόπο.Η ύπαρξη του Ελληνο-Αυστραλιανού βιβλίου έχει να κάνει με την εξερεύνηση της αλήθειας της εγκατάστασης των Ελλήνων στην Αυστραλία τα προηγούμενα ογδόντα και πλέον χρόνια. Την εξερεύνηση της αλήθειας μετά την κάθαρση που επιφέρει σε όλους ο στρόβιλος της μετανάστευσης. Στις μέρες μας ακόμη και ο στρόβιλος της τρομοκρατίας. Μια αλήθεια που δεν έχει σχέση με τίποτε άλλο, εκτός από του να μας μορφώσει και να μας εκπαιδεύσει στα κοινά του σύγχρονου έλληνα που θέλει να δημιουργεί αθάνατα πνευματικά συγγράμματα…