Από μικρός φοβόμουν τα νεκτροταφεία, προξενούσαν σ' εμένα μια φοβία που δεν ήταν δυνατόν να την αποφύγω εφόσον σαν παιδί με φοβέριξαν κάποιοι "μεγάλοι" ότι εκεί υπάρχουν φαντάσματα, με νύχια γαντζωτά, με μαύρους χιτώνες και κοφτερά μαχαίρια. Ο φόβος αυτός παρέμεινε στη μνήμη δεκάδες χρόνια, και κάποια μέρα ένιωσα πόσο ήταν λανθασμένος, γιατί η φύση ακόμη και στα νεκροταφεία έχει ζωή. Ενώ τα φαντάσματα, παραμένουν φαντάσματα και δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από τη σκέψη που παίζει κρυφτό με τις αδυναμίες μου.
Ζω, για χρόνια τώρα, κοντά σ' ένα νεκροταφείο. Είναι περίπου 300 μέτρα από το σπίτι μου. Φοβάμαι να περάσω τις νύχτες από το δρόμο του αν και ο μαντρότοιχος που το περιβάλλει είναι 3 μέτρα. Χρόνια περιδιαβαίνω τα σοκάκια γύρω του, μια και οι ανάγκες με φέρνουν κοντά στο κάγκελο της σιδερένιας πόρτας μα ποτέ δεν μπήκα μέσα.
Σήμερα, καθώς περνούσα και πάλι από το δρόμο του με το αυτοκίνητο, χωρίς να κοιτάζω διόλου προς την κατεύθυνσή εκείνη, κατέβασα το τζάμι του παραθύρου νιώθοντας μια πλήξη, σαν αυτή που σε περιμένει τα βράδια όταν καταλάβεις ότι πέρασε η μέρα και συ δεν έχεις κατορθώσει ούτε τα μισά που ξεκίνησες φρέσκος το πρωί να κάνεις.
Ζω, για χρόνια τώρα, κοντά σ' ένα νεκροταφείο. Είναι περίπου 300 μέτρα από το σπίτι μου. Φοβάμαι να περάσω τις νύχτες από το δρόμο του αν και ο μαντρότοιχος που το περιβάλλει είναι 3 μέτρα. Χρόνια περιδιαβαίνω τα σοκάκια γύρω του, μια και οι ανάγκες με φέρνουν κοντά στο κάγκελο της σιδερένιας πόρτας μα ποτέ δεν μπήκα μέσα.
Σήμερα, καθώς περνούσα και πάλι από το δρόμο του με το αυτοκίνητο, χωρίς να κοιτάζω διόλου προς την κατεύθυνσή εκείνη, κατέβασα το τζάμι του παραθύρου νιώθοντας μια πλήξη, σαν αυτή που σε περιμένει τα βράδια όταν καταλάβεις ότι πέρασε η μέρα και συ δεν έχεις κατορθώσει ούτε τα μισά που ξεκίνησες φρέσκος το πρωί να κάνεις.