Wednesday 12 March 2008

Σκέψεις βυθισμένες στις σάρκες...


Με τί λόγια να ξεκινήσω να γράφω αυτό το κομμάτι, εγώ ο ανήμπορος συνακόλουθος της αφιλίας; Εγώ που βρίσκω απίστευτη την ακολουθία ατυχημάτων που την ονόμασαν ζωή και μ’ έβαλαν κι εμένα τον δούλο να τη ζήσω.

Αποξενωμένος από τους πάντες, βυθισμένος στη μοναξιά μου, ρηχός, πληγωμένος παντού και σκυθρωπός όπως πάντα ψάχνω την ώρα και τη στιγμή που θα βρω ένα χαμόγελο να σκάει απρόσμενο στο πλησιέστερο μελαγχωλικό πρόσωπο.

Μα δεν έρχεται το ποθούμενο χάρισμα και το χέρι δεν βοηθάει καθόλου μια κατάσταση που με θέλει ξένο από κάθε εγκόσμιο, ξένο από κάθε ανάμιξη με μια άνιση πνοή.
Έτσι, απομακρισμένος από τους γύρω, χυμένος και χωμένος ακαταλόγιστα πάνω σε μια σκέψη, που πιπιλίζει το μυαλό με τις ακραίες της αντικρούσεις, που βδελίζει το πνευματικό μου είναι μέχρι να γυρίσω την πλάτη στον αιθέρα και να τη χάσω. Να φύγει κι αυτή σαν τον κλέφτη στο σκοτάδι που πήρε ό,τι ήθελε και γυρίζοντας από την πλάνη διαδέχεται μια άλλη, ενώ εγώ τότε αρχίζω να παρατηρώ αμετανόητα τον κόσμο, τόσο πολύ κόσμο, να περιφέρεται με αγωνία, να κινείται, να ενεργεί δίχως να γνωρίζει το γιατί... Τα τραύματά μου πού να μ' αφήσουν να ξεχάσω.

Τον κόσμο αυτό όμως δεν τον ενδιαφέρει ποιός είναι ο σκοπός της χίμαιρας του χρόνου που σαν γοργοπόταμος ξεχύνεται στη χαράδρα παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του. Όσοι μπορούν ας σταθούν στο πνεύμα όρθιοι. Μερικοί βλέπω ν' αρπάζουν μια σανίδα ή ένα χαροπνιγμένο πτώμα για να σωθούν ενώ άλλοι τους ποδοπατούν κι ας το ξέρουν.

Δεν υπάρχει σκοπός για σένα κόσμε, υπάρχει μόνον κίνηση, δεν υπάρχει προγραμματισμός, παρά μόνον μια άστατη πάλη μέσα σ' ένα άστατο χάος και μόνο για το εκτελείν.

Κανένας φίλος εδώ τριγύρω, κανένας συμπαθής απόκαμος συμπαραστάτης, μόνο βδέλλες που σου πίνουν το αίμα, που σου ρουφούν τη ζωή για να φουσκώσουν, να καμαρώσουν, να δειχτούν οι ανήμποροι, να ξεφύγουν στιγμιαία από την ανικανότητά τους. Κι όταν βγουν το κατώφλι, όταν πάρουν το δρόμο τον κατηφορικό δεν κοιτάζουν ποτέ πίσω, μαγεμένοι από τη σκέψη πως τα κατάφεραν, πως είναι μεγάλοι, πως πέρασαν τα δύσκολα κι όποιους πάτησαν τους πάτησαν.

Πώς είναι δυνατό μια ζωή αυτός ο μοναχικός άνθρωπος μέσα μου ακόμη να επιβιώνει ανέπαφος; Πώς είναι δυνατόν τόσες δεκάδες χρόνια η ενδόμυχη φωνή να μην ακούγεται, και το κάψιμο στα στήθεια να φουντώνει σαν ένα αιχμηρό γαϊδουράγκαθο; Και πώς μπορείς μετά από τόσα χρόνια του δόσε να συνεχίζεις να δίνεις κουράγιο σε μια ύπαρξη λέγοντας: «θα έρθουν καλύτερες μέρες;» Είναι δική σου αυτή η ύπαρξη φίλε.

Οι μέρες δεν φαίνονται να έρχονται, ούτε καν διακρίνονται στον ορίζοντα της μοναξιάς. Αυτής της αδυσώπητης φάλαινας που βουίζοντας δίχως βρυχηθμό σε παρασέρνει αργά στο ναρκωμένο χείλος προσωπικών δολοφονικών τάσεων. Κατά πόσο όμως αυτή η μοναξιά είναι χειρότερη της οχλαγωγίας; Πόσα χρόνια τα στήθια θα φουσκώνουν στη φράση ‘να πάρει η οργή’;

Μα υπάρχει σωτηρία απ’ αυτό το αναπάντεχο χάος. Σήμερα κατάλαβα κάτι άλλο κι αυτό το άλλο που το είχα πριν μερικές φορές ψιλοσκεφτεί στη γρηγοράδα της επιβίωσης, μούδωσε τόση χαρά όση η νόηση μιας εσωτερικής και μη αναμενόμενης μα ευχάριστης αναγέννησης. Σήμερα αναγεννήθηκα σαν να ξανάνιωσα, να ξανα-ανάπνευσα, σαν να σήκωσα το κεφάλι επάνω και κοίταξα τα σύννεφα με τα μάτια ανοιχτά. Εκεί μπόρεσα να δηλώσω ευτυχής γιατί κατάλαβα πως είναι γενναίο το να λες αυτό που κάνεις είναι όμως πολύ πιο ειλικρινές και ξεκάθαρο, κράμα της αλήθειας, το να κάνεις αυτό που λες. Για μερικούς ίσως φαίνεται υπεράνθρωπο ενώ για τους λιγοστούς αυτό είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν από το πλήθος. Σήμερα, λοιπόν, κατάλαβα μέσα απ’ την πανέμορφη αυτή σκέψη πως έκανα πολλές φορές αυτό που είπα. Όχι πάντα, μα η ικανοποίηση που ένιωσα τότε δεν είναι του κόσμου τούτου, μα είναι αιωνία...

1 comment:

iakovos said...

Ο αργαλειός της ζωής


Στ’ αλώνι, πλάθετε του χρόνου η μορφή.
Στης φύσης το κομπόδεμα,
ψίχουλα μείνανε μόνο;
Φτεροκοπούν οι καρδιές, οι ανάσες φλέγονται.
Κι ειν το φιλί από παρθένας χείλι,
που φέρνει λυτρωμό.

Στο ξύπνημα, ο αγέρας μοσχοβολάει
πασχαλιά κι αγιόκλημα.
Στις πορφυρές πλαγιές χαδιάρικα το βλέμμα ξαποσταίνει.
Κι αυτό το γάργαρο ρυάκι,
έρωτα στάζει του παραδείσου.

Στης θάλασσας το κύμα, ροδόσταμο ο αφρός.
Ραντίζει τα ματόκλαδα,
με θέλγητρα γυναίκας.
Στο μισοσκόταδο, όπου ο νους γεννά,
η πλάση σείετε, κι ο έρωτας στολίζει,
της φύσης τα κεντήματα.

Στα μαύρα τα μεσάνυχτα, που η ματιά λαθεύει
η ώρα εκεί μετέωρη, στης λήθης τη λαχτάρα.
Φτιάχνει στ’ ανέμου την πνοή,
το δίκοπο δρεπάνι,
να κόψει φέτα του ουρανού,
ιστό για το σεργιάνι.

Χρυσός όμως ο ήλιος, λαμποκοπά
στις αγκαλιές.
Το καλοκέλαϊδο πουλί της νιότης,
ύμνους λαλεί
Ζεσταίνετε ο ιδρώτας, καθώς χαϊδολογά
τα σώματα
Κι ενώ το άτι της ρώμης, καλπάζει αγέρωχα,
ο έρωτας, τ’ αδράχτι αρπάζει και υφαίνει ζωή.

Δημήτρης Γ. Ζαχαρόπουλος