Wednesday 30 January 2008

Μέρα Τρίτη


Σηκώθηκε νωρίς-νωρίς απ’ το μονό του στρώμα
ντύθηκε τάχα γιορτινά, το μαύρο το κοστούμι
παπούτσια μαύρα, μυτερά, λουστρίνια γυαλισμένα,
τα είχε βάψει γελαστός σαν ήπιε λίγο ρούμι,
μα με το κόκκινο παπιγιόν φάνταζε στα χαμένα
αφού τα χρόνια τώρα πια τον έχουνε κυρτώσει·
τα λαγγεμένα μάτια του σχεδόν πια τυφλωμένα
κάθε στιγμή και μια πνοή που πάει να τελειώσει.


Ούτ’ ένα βλέμμα όμως πια δεν βρήκε τον καθρέφτη,
κι ως λιτοδίαιτος θα πιει νεράκι μια γουλιά
απ’ το ποτήρι που βραδύς τον είχε βγάλει ψεύτη
και νυσταλέος ξέχασε νωρίς σε μια γωνιά.
Τα διάβηκε περήφανος τόσες δεκάδες χρόνια
που πέρασαν φουριόζικα κι αν τού ‘ρχονταν στο νου
σαν σύννεφα να τον θωρούν κάποια εσχάτη ώρα
αυτός λαλιά μονόχορδη, συντρίμμι του καιρού.

Πήγε ως το παράθυρο, τράβηξε την κουρτίνα
κι ο ήλιος μπήκε σιωπηλός να τον υποδεχτεί,
αυτή η μέρα του χαμού έμοιαζε καραντίνα
αν κι η τουλίπα γελαστή χάζευε την αυγή˙
φάνταζε ροδοκόκκινη στη γλάστρα, στο περβάζι
όπως κουνιόταν λυγερή τι νά ‘θελε κι αυτή,
τον ήλιο στα δεντρόφυλλα άρχισε να ρεμβάζει
σαν μια κοπέλα λεύτερη που ψάχνει για παιδί…

Ακόρεστο το πέρασμα της φιλντισένιας νιότης
που γρήγορα απέρχεται κρυφά ’πό το κορμί
και η ασχήμια εξορμεί στο χρόνο το δικό της
για να του κλέψει και αυτή ότι καλό θα βρει.
Αργά-αργά κατάφερε την κάμαρα ν’ ανοίξει
κρατώντας παθιασμένες τις θύμισες του χτες,
ο γέρος στο στερνό κατώφλι να πατήσει
χωμένος αδιάκριτα σε σκέψεις μακρινές.

Τίποτα δε χρειάζεται να πάρει πια μαζί του
και ούτε ενδιαφέρεται τίποτα να γευτεί.
Φόρεσε το καπέλο του, τα πιο καλά γυαλιά του
κι άνοιξε τέλος διάπλατα την πόρτα να διαβεί.
Στο κεφαλόσκαλο αδρός στάθηκε πριν το δρόμο,
αυτό το ξέρει πως ποτέ δεν υστερολογεί,
πιο πέρα ο μπάτης βούιξε σαν χάθηκε στο χρόνο
και ο Αζώρ ο πιο πιστός πήδηξε πριν τον δει...

Αργά και πάλι πέρασε τα λίγα σκαλοπάτια
τα μέτρησ’ όπως πάντα, ξανά τα βρήκ’ εννιά.
Πρώτη η μαγκούρα έτρεξε να βγει στα μονοπάτια
κρατώντας τον στα όρθια για μια στερνή φορά.
Σταμάτησε, ανάπνευσε, κοίταξ’ ολούθε γύρω
και την τουλίπα χάιδεψε χωρίς να πει μιλιά
καθώς της έγνεφε σιγά το πιο στερνό του αντίο
σειότανε, λυγιότανε, ζήταγε γαλιφιά.

Σαν γύρισε στον ουρανό το πιο καλό του μάτι
άρχισε πια να σκέφτεται ταξίδι μακρινό,
να δρασκελίζει το γνωστό κι έρημο μονοπάτι
σιγά, καθώς κουνιότανε σαν βάρκα το πουρνό
κι όπως στην άκρη του πανιού βαστάει τρωγλοδύτη
που περιμένει άσκοπα αγέρα δειλινό,
κι αντί για μπάτη συναντά στερνό αποσπερίτη
που θα τον πάρει ξάκρισμα πάνω στον ουρανό.

Γύρισε λίγο κοίταξε για μια φορά το σπίτι
του έγνεψε το «έχε γεια» δίχως να ψυλλιαστεί
το τι ο γέρος σκέφτηκε να κάνει κι ήταν Τρίτη
κι ήρθε η ώρα σήμερα να τ’ αποχωριστεί•
ας μείνει έτσι έρημο χωρίς ιδιοκτήτη
να το κτυπά ο άνεμος, χαλάζι και βροχή
να καρτερά μοναχικό και σαν τον Ψηλορείτη
μια νέα οικογένεια να εγκατασταθεί.

Ξεροκατάπιε, έβηξε, δόθηκε του καημού του
και ένα δάκρυ πού ‘τρεξε το ένιωσε καυτό
σαν κύλησε στο μάγουλο νοικάρης του λυγμού του
που θέλησε να μοιραστεί κοπιαστικά κι αυτό,
παρ’ όλο που οι φοβίες του έφυγαν προ πολλού
ούτε πολυσκοτίστηκε τι ‘θελε το μυαλό,
καταφυγή στην άβυσσο ενός παλιού εαυτού
που έχασε στο άπειρο του χρόνου το σκοπό.

Σαν έσπρωξε το κάγκελο φορώντας την καμπούρα
στο δρόμο αυτό αχάρητος είχε μια μόνο βλέψη·
στο διάβα του το σύννεφο, στα χέρια τη μαγκούρα
την έσφιξε, μουρμούρισε: «η μέρα θα στερέψει».
Κρατώντας μια απόφαση που πήρε όντας κούρα
σαν νέος υπαινίχθηκε θα βγάλει στη στιγμή,
ο χρόνος όμως δεν μπορεί το γέρο να νταντέψει,
στα πόδια τα τρεμάμενα η πιο στερνή του ισχύ.

Βρήκε τη στράτα και ευθύς τον ήλιο τον ρωτούσε
για πόση ώρα σήμερα θα φέγγει στα ουράνια
με το κεφάλι του σκυφτό δύσκολα προχωρούσε
ακαταλάγιαστος ζωή πέρασε στην αφάνεια.
Πηλοβατώντας ψύχραιμα το φως ακολουθούσε
κι η ράχη όλο έσπρωχνε το πρόσωπο στο χώμα
τα χέρια του ατάραχα, το πνεύμα σκουντουφλούσε,
η ραθυμία τίποτα μπροστά στην περηφάνια.

Μα ξάφνου κοντοστάθηκε, σαν νάχε ξεχαστεί
αργά τα μάτια σήκωσε κοίταξε μπρος το δρόμο
τ’ ορίζοντα τα χρώματα δεν είχε ξαναδεί.
Θυμήθηκε τη ξενιτιά, τη μάνα μες στο χρόνο
και τη γυναίκα σύντροφο να έχει πια χαθεί
αινίγματα στο βάναυσο αυτό τον κοσμονόμο
που δεν λογιάζει το κορμί για πού πεζοπορεί
μα με το μάλαγμα του νου συμπάθησε τον πόνο.

Έμεινε απροστάτευτος, λιτός στη μοναξιά
αποδιωγμένος, μισητός και βιάζεται να φτάσει
εκεί που λήθης λάφυρα του κόπου νοσηρά
τελείωσαν στα βήματα, του παρελθόντος πάθη
αφού ο Πλάστης στη ζωή ακόμη τον κρατά
κουφάρι επιπόλαιο, της μοίρας κατακάθι
ευπρέπειας κατάλοιπο, κυρτό στη μια μεριά
που δεν νοούσε πια κανείς πως πά’ να θυσιάσει.

Μα χρειαζόταν δύναμη, φοβόταν μην ξεχάσει
ώσπου να πάει στο βουνό εκεί πού ‘χε σκεφτεί
απλά μακριά ‘π’ το σπιτικό ήθελε να περάσει
και όσο κοντοζύγωνε κι όσο περιπατεί,
όσο περνούσε η ώρ’ αυτή κι έπιασε να βραδιάσει
το μονοπάτι ατέλειωτο το χώμα καφετί
και κάθε τόσο κοίταζε κάτω μήπως σκοντάψει,
δεν θα τον πήγαινε αλλού παρά μονάχα εκεί...

Σε λίγο κοντοζύγωσε, πέρασε και τα δέντρα,
είδε τ’ αγριολούλουδα ν’ αλλάζουν τόσα χρώματα,
το σούρουπο σαν έσπρωχνε το βασιλιά στην άκρα
ακόμη μια εισέπνευσε όλα αυτά τ’ αρώματα.
Σταυρώθηκε, ευχήθηκε, δεήθηκε στη ράτσα,
αστροφεγγιά περίμενε κι ένα από τα θαύματα
και το φευγιό να καμωθεί ξεχνώντας κάθε σάρκα
του Πλάστη που του πρόσφερε απλόχερα ζωάρκεια.

Τα δυο παιδιά του μακριά με τις δικές τους έγνοιες
τα σκέφτηκε, για μια στιγμή τα έφερε στη μνήμη
να μην γιορτάσει μοναχός τ’ άρωμα στις γαρδένιες
που ολούθε γύρω τον κοιτούν καθώς τον κόσμο αφήνει
να πάει να βρει ξεκούραση πέρα απ’ τις σκοτούρες
μιας άχαρης, πικρόκαρδης ζωής μέσα στη δίνη
σ’ αυτό το ψυχορράγημα και τις μνησικακίες
που τον κρατούν βαρύθυμο, πνιγμένο στην οδύνη.

Ήξερε πού βρισκότανε, γνώριμη γύρω η πλάση
και τα πουλιά τον γνώρισαν, ο αγέρας που φυσούσε·
θυμόταν νιος τους έφερνε να δουν εδώ τη δύση
που σκόρπιζε στο πράσινο χρέος σαν εκτελούσε
ανώτερο, αστέρευτο η ζωοδόχα φύση.
Μα τώρα πια κουτσαίνοντας πέταξ’ ότι κρατούσε
τα πόδια είχαν όλα τους τα βήματα βαδίσει
και η στιγμή του τέλους του όλο τον καρτερούσε.

Γονάτισε και γύρισε τα χέρια στα ουράνια
κι είπε απευθυνόμενος προς τη δική του αγάπη:
Καλή μου, σε ευχαριστώ για όλ’ αυτά τα χρόνια
βοήθησες να ζήσουμε μακριά από ραχάτι,
ποτέ σου δε βαρέθηκες, φέρθηκες με συμπόνια
όσο και αν αγρίευα στου πόνου το κρεβάτι,
το βάρος όσο αφόρητο κρατούσες δυο τιμόνια,
μα ξέρεις έρχομαι ξανά κάνε στο πλάι λιγάκι.

Κοίταξε κάτω απέραντος ο πράσινος ο κάμπος,
το χάσμα δέσποζε ευρύ να τον υποδεχτεί
η ρεματιά απύθμενη, απόκρημνος ο βράχος
το γέρικο το σώμα του έτοιμο να ριχτεί.
Κι ο άνεμος αδήριτος βούιξε κύκνειο άσμα
το σύννεφο του άγγιξε το πνεύμα πριν χαθεί,
τ’ αστέρια τρεμοσβήσανε για έν’ ακόμη πλάσμα
που με τη φύση τελικά για πάντα θα ενωθεί.

Πιο πέρα στα χαμόκλαδα ο σκύλος που κοιτούσε
σταμάτησε απότομα σαν γάβγιζε νωθρά
τόσο που πάγωσε η γη, το σύννεφο ριγούσε
ακούγοντας το άμοιρο ζώο ν’ αγκομαχά
αφού χαμένο ούρλιαζε και την ουρά κουνούσε
κι άφηνε κάπου ν’ ακουστεί μια ψυχική στριγκλιά
σαν καταλάβαινε για πού ο γέρος πια τραβούσε
κι έψαχνε λόγο ανθρώπινο να πει παρηγοριά.

Τέλος... τα μάτια έκλεισε κι ήρθαν στερνές οι σκέψεις
πριν το φεγγάρι αντιληφθεί κι η Πούλια γεννηθεί
κι όπως μεθά ο ουρανός έχοντας άλλες βλέψεις
ζυγώνει τ’ οξυκόρυφο που ενώνει με τη γη,
έγειρε, έτσ’ αργά-αργά, κάνει το βηματάκι
στο τέρμα που του χάριζε μομφή καλής στιγμής
μια κι έφτασε μωρό παιδί και φεύγει γεροντάκι,
πετώντας προς το άπειρο στο γέρμα μιας ζωής...



© Ιάκωβος Γαριβάλδης
Απρίλης 2006

Wednesday 16 January 2008

Πού είσαι πατρίδα...


Απ' όλα φίλοι μου θα βρείτε δω,
γιατί η ζωή κερνάει μια απ' όλα
μέχρι μια μέρα θα δυσκολευτώ να πω
πως ήρθε και με πήρε η καρμανιόλα...

Μα μέχρι τότε θα μ' ακούτε όλοι εσείς
που πήρατε το δρόμο να με βρείτε
κι αν δεν αρέσουνε τα λόγια της στιγμής
μια βουκαμβίλια απ' τον κήπο μου γευτείτε...



Π Α Τ Ρ Ι Δ Α


Σε βλέπω τώρα ‘πό μακριά τόσο μικρή
Και η ματιά μου στις γραμμές σου καρφωμένη
Χωρίσαμε δίχως να πούμε το γιατί
Κι αφήσαμε τις τόσες θύμισες γραμμένες
Σε κάποια πέτρα απ’ τον ήλιο σου καμένη.


Μα σαν ανθίσει με το γιόμα η ζωή
Και βγει το χρώμα σκόρπιο στο σεργιάνι
Μια αίσθηση απέραντα μοναδική
Γεμίζει κάθε μια σεμνή πνοή
Στα στήθια μου βαλμένη για να υγιάνει...


Τις σκέψεις κείνου του καλοκαιριού
Σε ξένους τόπους που με έριξες πατρίδα
Σε χώρισα και ήταν μέρα τ’ Αγιαννιού
Χάθηκα σε μια άκρη κάποιου δειλινού
Με φίλο αχώριστο μονάχα μιαν ελπίδα...

ιάκωβος

Ο Ανθελληνισμός κτυπά και πάλι στη Μελβούρνη...


Χτες, 15 Ιανουαρίου 2008, έγινε το σώσε στην αρένα του τένις της Μελβούρνης. Τoν πρώτo γύρο του τουρνουά Australian Open. Πολλά άτομα υποστηρικτές της αποστολής του Κωνσταντίνου Οικονομίδη είδαν και απόειδαν να ξεφύγουν από τις απειλές και τις επιθέσεις των προκατειλημμένων αστυνομικών που τους περιέβαλαν.


Αν ο σκοπός της παρακολούθησης θεαμάτων του τύπου είναι να καθόμαστε ήσυχοι δίχως καμιά κραυγή αποδοκιμασίας ή θαυμασμού προς τους συμμετέχοντες αθλητές τότε πρέπει ν’ απαντηθούν μερικά ερωτήματα που τόσο εύλογα σχετίζονται με το θέμα:
1. Γιατί η αστυνομία βρισκόταν πριν την αρχή της αναμέτρησης κατά το μεγαλύτερο ποσοστό κοντά στους Έλληνες φιλάθλους; Μήπως είχαν ανθελληνικές διαθέσεις πριν αρχίσει το παιχνίδι;
2. Γιατί κρατούσαν και χρησιμοποίησαν σπρέι; Μήπως θέλουν να μας θυμίσουν τις εποχές που μας έκαναν σπρέι μέσα στο αεροπλάνο καθώς ερχόμασταν από το εξωτερικό; Μήπως δεν καταλαβαίνουν ότι τι στην πραγματικότητα σημαίνει θέαμα; Μήπως δεν αντιλαμβάνονται πως ο θεατής έχει το δικαίωμα να φωνάξει εφόσον δεν ενοχλεί ούτε τους παίκτες ούτε τους αντιπάλους του;
3. Ρωτήθηκε ο αντίπαλος του Κ. Οικονομίδη, Γκονζάλες, αν είδε τίποτα ρατσιστικά μηνύματα από τους Έλληνες φιλάθλους. Η απάντηση – «Όχι, δεν υπήρχε τίποτα ρατσιστικό, απλά ήταν φωνακλάδες, αλλά δεν μας πείραξαν». Τότε πού είδε η αστυνομία το πρόβλημα. Μήπως έφτασαν προκατειλημμένοι; Μήπως ο Ανθελληνισμός ανθίζει στις ρίζες της αστυνομίας, ή υπάρχουν μεμονωμένα κρούσματα ανεύθυνων αστυνομικών που κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίδεται από την κοινωνία;
4. Εφόσον η αστυνομία βρήκε ένα ή δυο άτομα τα οποία φώναζαν παραπάνω απ’ ότι κατά τη γνώμη τους ήταν επιτρεπτό, γιατί δεν τους αφαίρεσαν από το χώρο και να λήξει εκεί το θέμα, παρά άρχισαν να κάνουν σπρέι στα μούτρα πάντων των φιλάθλων, παιδιών, γυναικών, ηλικιωμένων; Μήπως ο ανθελληνισμός είναι τόσο ανθηρός στην πολιτεία της Μελβούρνης που δεν μπορούν τα άτομα διατήρησης της τάξης να ελέγξουν τον εαυτό τους;
5. Γιατί μόνον η αστυνομία είδε το ρατσισμό, μήπως οι ίδιοι τον έφεραν στο χώρο και μόνον; Μήπως ο ρατσισμός σ’ αυτή τη χώρα είναι εμπεδωμένος στα μυαλά μερικών κοκκινοτρίχιδων που δεν αντέχουν τις άλλες ενθικότητες;

H φωτογραφία είναι από την εφημερίδα The Age, οι οποίοι όπως πάντα διετέλεσαν το έργο τους αμερόληπτα και προσπάθησαν να καλύψουν το γεγονός δίχως να δικαιολογούν στάσεις. Μπράβο στην εφημερίδα της Μελβούρνης The Age...

Προσωπικά είμαι πράγματι μαρκαρισμένος ψυχολογικά και σωματικά από το ρατσισμό που δέρνει αυτή τη χώρα. Πολλές φορές τον είδα κατάματα και μ’ έκανε να αισθανθώ σαν ξένος εδώ. Είναι κρίμα που δεν μπορεί η αστυνομία να ελέγξει τα στελέχη της, όπως θα ήταν λογικό, είναι κρίμα που ο χώρος αυτός έχει μαρκαριστεί από τον υπόλοιπο κόσμο ως ρατσιστικός κι εγώ προσπαθώ να βρω πού στην οργή ανήκω...

Tuesday 8 January 2008

Πρόρρησις των μελλόντων

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

Σαν έννοια η λέξη «προφητεία» φανερώνει την ικανότητα αποκάλυψης ή ακόμη και την αποκάλυψη την ίδια μελλοντικών γεγονότων.

Η προφητεία καταντά όμως να είναι πολύ ενδιαφέρουσα για τη φιλοσοφία, αρχικά γιατί φέρνει στην επιφάνεια αρκετές ερωτήσεις για τις ικανότητες του ανθρώπου, τις γνώσεις του, το χρόνο, τον τρόπο που ενεργεί.


Επίσης είναι ικανή να δημιουργήσει παράδοξα συμπεράσματα και τοιουτοτρόπως να προκαλέσει το ενδιαφέρον των κλασικιστών. Παρ’ όλο που στην πραγματικότητα υπάρχει διαφορά μεταξύ των εννοιών διότι η φιλοσοφία είναι αποτέλεσμα του στοχασμού ενώ η προφητεία, δηλαδή ο λόγος του προφήτη υπονοεί την επήρεια της θεολογίας και ότι ενώ η φιλοσοφία είναι ανθρώπινη, η προφητεία υποτιθέμενα είναι θεϊκή άρα και η ενδεικτική ανικανότητα του ανθρώπου να τη δαμάσει.

Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981) συνταυτίζει τις έννοιες Προφητεία, Τραγωδία και Φιλοσοφία λέγοντας πως «ο άνθρωπος μπορεί να δει τον εαυτό του σαν πνευματικό ον εφόσον τον απασχολούν η Προφητεία, η Τραγωδία και η Φιλοσοφία... δια μέσω του λόγου του κυρίαρχου στις σχέσεις με τον εαυτό του και τον κόσμο».
Συνάμα προφητικά τώρα αποβαίνουν τα λόγια του Θεοδόση Πελεγρίνη: «...Η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας θα ξημερώσει, όταν θα εμφανιστούν στο στερέωμα του πολιτισμού πρόσωπα που δεν θα περιοριστούν σε μιαν ακόμα επανάσταση, ανάμεσα στις τόσες και τόσες σημειωθείσες ανατροπές, μέσα σε ένα δεδομένο σύστημα διανόησης. Η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας θα ξημερώσει, όταν θα εμφανιστούν στο στερέωμα του πολιτισμού πρόσωπα τα οποία θα προσφέρουν στους ανθρώπους ιδέες ικανές να τους εμπνεύσουν μια νέα μορφή, μια καινούρια νοοτροπία σκέψης, διαφορετική από τον ορθολογικό και μαγικό τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων, που ως τώρα ακολούθησαν οι φιλόσοφοι... Το ποιος θα είναι ο καινούριος αυτός τρόπος διανόησης θα ήταν μάταιο να προσπαθήσει κανείς να το προσδιορίσει από τώρα. Μια τέτοια εξαγγελία θα ήταν, πράγματι, μαντεία, προφητεία.»

Στην ιστοσελίδα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ ο Γάλλος συγγραφέας Jean Calés μιλάει για προφητείες εντός της Βίβλου, οι οποίες κατά τα φαινόμενα έχουν τις ρίζες τους από τον πολιτισμό και τις παραδόσεις των Εβραίων. Ούτε λίγο ούτε πολύ αριθμεί τους προφήτες πριν το Χρηστό σε δύο (Αβραάμ και Μωϋσή) τουλάχιστον τέσσερις που άφησαν αξιόλογα συγγράμματα (Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ) και άλλους δώδεκα με μικρότερη συγγραφική δραστηριότητα (Οσέ, Ιοέλ, Άμος, Αβδίας, Ιωνάς, Μιχέας, Ναχούμ, Αβακούκ, Σοφονίας, Αγγεύς, Ζαχαρίας και Μαλαχίας). Ο συγγραφέας (μετάφραση Sean Hyland) μας λέει συνοπτικά ότι οι προφήτες προσέθεταν συμβολικές πράξεις σύμφωνες με ανατολίτικα γούστα για να ελκύουν την προσοχή των ακροατών τους.
Επίσης ο ίδιος συγγραφέας μαρτυρεί ότι κατά γενικό κανόνα οι προφήτες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δίδαξαν θρησκεία και ήθος.

Η προσπάθεια όμως του ανθρωπίνου γένους για την απόκτηση της ικανότητας του προφητεύειν ήταν παράλληλη με την επιδίωξη της ελεγχόμενης ελευθερίας για το μέλλον του, καθώς και της σιγουριάς που μετέδιδε αυτή η γνώση.

Υπάρχουν βέβαια και οι ισχυρισμοί ότι σ’ αυτή του την προσπάθεια πρόρρησης ο άνθρωπος πέφτει στην παγίδα ότι εφόσον προβλέψει τι θα συμβεί αύριο και αν αυτό γίνει, άσχετα με την ικανότητά του να παρέμβει και ν’ αλλάξει τη ροή των συμβάντων, περιορίζει την ελευθερία του. Δηλαδή εφόσον ή συμβεί ή δεν συμβεί αυτό που έχει ειπωθεί πως θα συμβεί την επομένη, τότε εκείνοι που συμμετέχουν δεν είναι ελεύθεροι διότι αντιδραστικά πιθανό να επέμβουν στη φυσιολογική ροή των πραγμάτων με κάποιες πιθανότητες να τη μεταβάλλουν.


Τώρα ας εξετάσουμε την πιθανότητα η προφητεία να είναι αλάθητη:


«εἴη δ΄ ἂν καὶ ἐπιστήμη τις ἐλπιστική͵ καθάπερ τινές φασι τὴν μαντικήν»


Στη φράση αυτή ο Αριστοτέλης με λίγα λόγια μας λέει πως η «ελπιστική επιστήμη» εξαρτάται από το αποτέλεσμα. Αν δηλαδή η προφητεία (η οποία γι’ αυτόν είναι μια ελπίδα πρόρρησης του μέλλοντος και συνεπώς όχι γεγονός) γίνει πραγματικότητα τότε είναι σωστή και αληθινή. Αν όχι τότε είναι λανθασμένη. Είναι πρόδηλη, επομένως, η αμφισβήτηση της ικανότητας του ανθρώπου, είτε αυτός είναι μάντης είτε όχι, να προβλέψει το μέλλον κατά τον Αριστοτέλη, εφόσον μερικές φορές δεν βγαίνει αληθινή η προφητεία.

Ο Πλάτων στο «Φαίδρο» , καθορίζει την προφητεία σαν «τήν γε τῶν ἐμφρόνων, ζήτησιν τοῦ μέλλοντος διά τε ὀρνίθων ποιουμένων καὶ τῶν ἄλλων σημείων». Βέβαια σ’ αυτό μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο Πλάτων δεν μιλάει για προφητεία αλλά για μαντική. Υπάρχει όμως διαφορά μαντικής και προφητείας; Πού βρίσκεται αυτή η διαχωριστική γραμμή; Ίσως αυτό ν’ αποτελεί έναυσμα για περισσότερη έρευνα.
Συνάμα ο Πλάτων στον γνήσιο διάλογό του «Ευθύφρων» , που γράφτηκε αμέσως μετά το θάνατο του Σωκράτη, αναφέρει ότι ο Ευθύφρων στο διάλογό του με το Σωκράτη ισχυρίζεται ότι έχει τη δυνατότητα να «προλέγει τα μέλλοντα» και ότι πολλοί τον θεωρούν τρελλό γι’ αυτές του τις προφητικές ικανότητες. Άραγε εδώ και ο Πλάτων αμφισβητεί την πρόρρηση των μελλόντων.

Ο Όμηρος στην Οδύσσεια , μας λέγει για τον Αλιθέρση, το γέροντα που κρινόταν ο πρώτος στη μαντική τέχνη και πιστός στον βασιλιά του ερμηνεύοντας τα όρνεα (δυο αετούς), πως είπε στους μνηστήρες:

"κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω·
μνηστῆρσιν δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος τάδε εἴρω·
τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται· οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς
δὴν ἀπάνευθε φίλων ὧν ἔσσεται, ἀλλά που ἤδη
ἐγγὺς ἐὼν τοῖσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει
πάντεσσιν· πολέσιν δὲ καὶ ἄλλοισιν κακὸν ἔσται,
οἳ νεμόμεσθ᾽ Ἰθάκην ἐυδείελον. ἀλλὰ πολὺ πρὶν
φραζώμεσθ᾽, ὥς κεν καταπαύσομεν· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
παυέσθων· καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώιόν ἐστιν.
οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι, ἀλλ᾽ ἐὺ εἰδώς·
καὶ γὰρ κείνῳ φημὶ τελευτηθῆναι ἅπαντα,
ὥς οἱ ἐμυθεόμην, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
Ἀργεῖοι, μετὰ δέ σφιν ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
φῆν κακὰ πολλὰ παθόντ᾽, ὀλέσαντ᾽ ἄπο πάντας ἑταίρους,
ἄγνωστον πάντεσσιν ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται."


Δηλαδή ότι θάνατος για τους μνηστήρες έρχεται αφού επιστρέψει ο Οδυσσέας μετά από είκοσι χρόνια και μετά πολλά πάθη. Ενώ κατόπιν απαντάει ο Ευρύμαχος κοροϊδεύοντας τον Αλιθέρση και αποκαλώντας τον ψευτο-μάντη. Είναι σημαντικό εδώ το γεγονός ότι παρ’ όλο που του Αλιθέρση η μαντεία όπως γνωρίζουμε βγαίνει αληθινή, ο Ευρύμαχος έχει κάθε λόγο να διερωτάται αν πράγματι μελετώντας τις κινήσεις από τα όρνεα μπορεί κανείς να προφητεύει το μέλλον. Στο σημείο αυτό πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και το γεγονός ότι τα λόγια αυτά είναι του Ομήρου, ο οποίος μάλλον γνώριζε την τελική έκβαση του έργου του.

Όλοι οι ορισμοί περί προφητείας ή μαντικής φαίνονται ατελείς, μεταξύ άλλων απλά γιατί η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι κάτι που ο άνθρωπος ποτέ δεν κατόρθωσε να δαμάσει με σχετική πιθανότητα επιτυχίας.


Θα ήθελα στο σημείο αυτό να εξετάσουμε ξεχωριστά κάτι που πιστεύω μας ενδιαφέρει˙ αυτές τις έννοιες της προφητείας που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη φιλοσοφία:



ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Γνωρίζουμε κατά γενικό κανόνα πως ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα να προφητεύει το μέλλον. Δεν γνωρίζει τι θα συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη κι έτσι κατά κάποιο τρόπο είναι αιχμάλωτος των συγκυριών γύρω του, των πράξεων άλλων συνανθρώπων του και της ρευστότητας και μεταβολής των φυσικών φαινομένων. Πάντα βέβαια ο άνθρωπος, σαν ον το οποίο προσπαθεί να ξεπεράσει τα όρια που του περιορίζουν τη δραστηριότητα είχε την ώθηση να βρει τρόπους να ξεπεράσει τους κανόνες που τον θέλουν να βρίσκεται ανίκανος μπρος σε μια τέτοια κατάσταση. Έτσι με διάφορους τρόπους προσπαθεί να ξεπεράσει και αυτή την αδυναμία του, π.χ. με το να λαβαίνει μέτρα ανατροπής μερικών συμβάντων του μέλλοντος που ο ίδιος θεωρεί πιθανά.

Σ’ αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται και οι κανονισμοί τους οποίους καλείται ν’ ακολουθήσει για να μην προσβάλλει την ισορροπία του περιβάλλοντος και συνάμα ν’ αποφύγει να προξενήσει δεινά στους συνανθρώπους του. Εκείνα τα άτομα στην ιστορία που στην πραγματικότητα θεώρησαν τον εαυτό τους ικανό να ξεπεράσουν αυτή την αδυναμία να προφητεύουν το μέλλον, κατά τα φαινόμενα, δεν το κατόρθωσαν με μεγάλη ακρίβεια. Η επιτυχία τους πολλές φορές ήταν βασισμένη σε συμπτώσεις ή ακόμη και σε διφορούμενες έννοιες τις οποίες προέβαλλαν σαν επιχειρήματά τους. Όταν δε αποδείχτηκε η προφητεία των λανθασμένη οι υποστηρικτές των μετέτρεπαν την ερμηνεία των ασαφών τους λόγων με σκοπό να τις φέρουν κοντύτερα στα συμβάντα και στην πραγματικότητα.

Πέρα απ’ αυτό υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι χρησμοί χρησίμευσαν ως μέσο παραποίησης του φιλοσοφικού συλλογισμού των αρχαίων Ελλήνων από άλλες θρησκείες με σκοπό να υπονομεύσουν την εγκυρότητα της ελληνικής λογικής και σκέψης. Υπάρχει τουλάχιστον μια περίπτωση τέτοιας παραποίησης που έγινε με τον δήθεν χρησμό της Πυθίας στον Ιουλιανό (361 π.Χ.) που καταγράφηκε από το χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό τον 11ο αιώνα. Με λίγα λόγια ο δήθεν χρησμός προέβλεπε το τέλος του Αρχαίου Κόσμου. Εφόσον όμως η Πυθία και το Μαντείο δεν χρησμοδοτούσε επί Ιουλιανού και κανείς άλλος δεν καταγράφει πριν τον Κεδρηνό τέτοιο χρησμό, υποθέτουμε ότι αυτό αποτελεί εφεύρεση του ανωτέρω χρονογράφου.

Γενικά όμως οι χρησμοί στην Αρχαία Ελλάδα παρόλο το διφορούμενο χαρακτήρα τους πολλές φορές όχι μόνον δεν ήταν σωστοί, αλλά και προξένησαν τον όλεθρο στους αποδέκτες. Για παράδειγμα αναφέρω το γεγονός όταν οι Αθηναίοι προβληματιζόμενοι από την εισβολή των Περσών πήγαν και ζήτησαν το χρησμό του Μαντείου, όπως λέγει ο Ηρόδοτος, όπου ο χρησμός φαίνεται διφορούμενος και απελπιστικός για τους Αθηναίους μεν, αλλά που πάλι μπορούσαν να τον ερμηνεύσουν όπως θέλουν. Αυτό κυρίως γιατί προέβλεπε την καταστροφή κάποιου στη Σαλαμίνα δίχως να εξακριβώνει ποιου:

«...ὦ θείη Σαλαμίς, ἀπολεῖς δὲ σὺ τέκνα γυναικῶν
ἤ που σκιδναμένης Δημήτερος ἢ συνιούσης».



ΟΙ ΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Γιατί η γνώση επηρεάζει την προφητεία; Πώς είναι δυνατόν με τις γνώσεις ν’ αντιλαμβανόμαστε λίγο καλύτερα το μέλλον; Τι σχέση και σκοπό έχει η ώθηση του ανθρώπου να προφητεύει το μέλλον με τη μόρφωση;

Μερικά από τα ερωτήματα που σίγουρα θ’ απασχολούσαν τους κλασικιστές. Αναγνωρίζοντας πως όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει στην ηλικία αποκτά περισσότερες γνώσεις και εμπειρίες, και χρησιμοποιώντας τον κανόνα αυτό σαν βάση για τα συμπεράσματα στα οποία θα επικεντρωθώ παρακάτω, θα δηλώσω τα εξής: Έχουμε κάθε ένδειξη πως εφόσον αποκτά εμπειρίες ο άνθρωπος και αυτές τις εμπειρίες ή τις μεταδίδει ή μερικές τις καταγράφει με τρόπο που να τις κάνει να παραμείνουν για πάντα στην αποθήκη των ιδεών της ανθρωπότητας και συνεπώς να έχουν την τύχη να εξεταστούν, να εκτιμηθούν και πιθανώς να εφαρμοστούν από νεότερούς του έτσι ώστε η ικανότητα του ανθρώπου να προφητεύει το μέλλον να γίνεται λιγότερο απίθανη στην αδυναμία του.

Με άλλα λόγια όταν ισχυριζόμαστε ότι αδυνατούμε να προφητέψουμε το μέλλον, παρ’ όλο που αυτό είναι σωστό, στην πράξη λαβαίνουμε μέτρα για να το καταστήσουμε περισσότερο πιθανό και επιτυχές από την παντελή άγνοια. Αν δηλαδή στην παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος περνούσε κάτω από ένα δέντρο με καρπούς κι ένας καρπός πέφτοντας τον κτυπούσε στο κεφάλι, σίγουρα σαν αντίδραση θα πληροφορούσε τα παιδιά του να προσέχουν για να μην έχουν παρόμοιες δυσάρεστες συνέπειες. Αυτό μόνον στη γνώση μετά από εμπειρία μπορεί να αποδοθεί διότι με τη γνώση ότι υπάρχει πιθανότητα να πέσει ένα φρούτο από το δέντρο αποφεύγεται η δυσάρεστη συνέπεια. Συνοψίζοντας, σκοπός της ανθρώπινης ώθησης προς την προφητεία είναι ν’ αποφευχθούν δυσάρεστες επιπτώσεις αλλά συνάμα και να πολλαπλασιαστούν οι ευχάριστες.



Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Όπως προείπαμε ο άνθρωπος με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και πιο έμπειρος και κατά συνέπεια πιο γνωστικός. Άρα ο χρόνος έχει κάποια επίδραση στις αποφάσεις του. Αν δηλαδή σήμερα που δεν γνωρίζουμε τις πιθανότητες να συμβεί κάτι το διακινδυνέψουμε και αποτύχουμε, αύριο θα είμαστε περισσότερο προσεκτικοί άρα υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αποφύγουμε τις δυσάρεστες επιπτώσεις του επαναλαμβανόμενου συμβάντος. Αντίθετα, αν υπάρχει επιτυχία τότε υπό κανονικές συνθήκες ή θα συστήσουμε το ίδιο στους γύρω μας ή θα το επαναλάβουμε με σκοπό να ωφεληθούμε ακόμη περισσότερο.

Όχι μόνον όμως θα μπορέσουμε να αποφύγουμε ατυχίες γιατί ο χρόνος βελτίωσε τη γνώση μας αλλά θα μπορούμε να τις αποφύγουμε γιατί ο χώρος ή τόπος στον οποίο εργαζόμαστε ή κινούμαστε θα γίνεται ασφαλέστερος με τα μέτρα που θα λάβουμε, τους κανονισμούς που θα θεσπίσουμε, τα εμπόδια που θ’ αφαιρέσουμε.



ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την μαντική ως είδος προφητείας.
Βασισμένοι στην εκδοχή ότι το μαντείο μπορούσε να προβλέψει το μέλλον δεν έφτασε ποτέ στο σημείο ο λαός ν’ αμφισβητήσει επίσημα τους χρησμούς. Παρ’ όλες τις μεμονωμένες περιπτώσεις όπου άτομα αμφισβήτησαν τη μαντική τέχνη δεν έφτασε ποτέ η κοινωνία στο σημείο να την αποβάλλει παντελώς. Κι αυτό γιατί οι ιερείς είχαν τόσο μεγάλη ισχύ. Η θρησκοληψία ήταν ένα πανίσχυρο κοινωνικό φαινόμενο και γινόταν πράξη μετά μεγάλης χρηματικής επιβάρυνσης για τον χρησμολήπτη. Οι ναοί των ήταν επιδεικτικά πλούσιοι. Η όλη κατάσταση ικανή να συγκριθεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα των διαφόρων θρησκειών, προφητών, πιστών, χλιδής, ένδειξη ισχύος με τη διασπορά εκφοβισμού των αδυνάτων.

Η προφητεία παρ’ όλο που είναι εκτός ανθρωπίνων ικανοτήτων, είναι όμως μια έννοια η οποία επηρεάζεται αρνητικά ή θετικά από τη γνώση, το χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο και τα μέσα. Επίσης δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει κάτι ή κάποιος προικισμένος με την ικανότητα να προβλέψει το μέλλον παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου από επίδοξους μάντεις. Είτε αυτοί επικαλούνται την επιρροή του Θεού σαν πηγή της τέχνης τους είτε όχι.

Η ιστορία μας διδάσκει ότι η προφητική έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως μέσο επίδειξης ισχύος, ή εξυπηρέτησης συμφερόντων δια μέσου της μετάδοσης ανεξέταστων ή διφορούμενων φαινομένων ή χρησμών. Αυτό όμως που είναι εξίσου σπουδαίο είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος στην ανικανότητά του να προβλέψει το μέλλον χρησιμοποιεί την εφευρετικότητά του, τις συγκυρίες και τις εμπειρίες του, για να δώσει κάποια απάντηση έτσι ώστε να νιώσει ο ίδιος ότι δύναται να κατασκευάζει ή να επηρεάζει το μέλλον στα μέτρα του. Όσο πιο ενημερωμένος είναι στο θέμα, με το οποίο καταπιάνεται, τόσο πιο πειστικός γίνεται στη μετάδοση της προφητείας˙ αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να δώσει την απαιτούμενη και αλάνθαστη εγκυρότητα στην προφητική.




Βιβλιογραφία/Πηγές:


Όμηρος, Οδύσσεια

Πλάτων, Φαίδρος

Πλάτων, Ευθύφρων

Αριστοτέλης, Περί Μνήμης και Αναμνήσεως, κ. Α΄
Ηρόδοτος, Μούσαι

Πελεγρίνης Θεοδόσης, Οι πέντε εποχές της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997

Παπαϊωάννου Κώστας, Μάζα και Ιστορία, Αθήνα 2000



Ιστοσελίδες

Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ηλ. διεύθυνση http://newadvent.org/cathen/12477a.htm

Μικρός Απόπλους, ηλ. διεύθυνση http://www.mikrosapoplous.gr


Friday 4 January 2008

Θα πάρουμε κάτι από το δρόμο...

Καθώς μπήκαμε στον γυαλιστερό και αστραφτερό καινούριο χρόνο φέτος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να καθίσω μια στιγμή και να κάνω έναν απολογισμό του πού ήμουν και πού έφτασα τα τελευταία χρόνια. Μπορείτε να μαντέψετε πού κατάφερα τελικά να καθήσω; Διαβάστε παρακάτω...

Θυμάμαι στα μέσα του 1980 όταν μας έλεγαν οι ειδήμονες πως "τώρα που βγήκαν οι υπολογιστές" (εγώ τους λέω ηλύπους), "...θα έχετε πολύ περισσότερο χρόνο στη διάθεσή σας, θα είστε πιο χαρούμενοι γιατί δεν θα έχετε την πίεση χρόνου που μέχρι σήμερα ήταν σημάδι των δύσκολων καιρών".

Και τα χρόνια πέρασαν, η ζωή πήρε τη ροή της σαν ένα χείμαρρο που δεν τον σταματάει τίποτα, σαν έναν ανεμοστρόβιλο που σ’ αναγκάζει να βρεις κάπου να κρυφτείς. Επίσης μας είπαν ότι "θα πρέπει να βρούμε ασχολίες για να γεμίσουμε τον ελεύθερο χρόνο μας γιατί οι ήλυποι θα μας λύσουν τα περισσότερα προβλήματα".


Ευτυχώς όμως που θυμάμαι ακόμη, τότε (στις δεκαετίες του ’70 και του ’80) όταν θέλαμε να πάμε ένα ταξιδάκι βάζαμε μέσα στο αυτοκίνητο μερικά ρούχα, μερικά φαγώσιμα και δυο παιχνίδια για τα παιδιά και παίρναμε δρόμο.


Σήμερα, αδερφέ μου, πρέπει να βάλουμε το λάπτοπ, το καλώδιο της ψηφιακής κάμερας για να την φορτίσουμε όταν αδειάσει, το καλώδιο που ενώνεται με το λάπτοπ, το καλώδιο και τον φορτιστή δυο – τριών κινητών τηλεφώνων, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια των παιδιών και όχι μόνον. Τελικά το πορτ-μπαγάζ του αυτοκινήτου γεμίζει ηλεκτρονικά καλώδια και μηχανήματα παρά ρούχα, μπάλες, τρόφιμα.
‘Δεν πειράζει, αν πεινάσουμε θα πάρουμε κάτι από το δρόμο’, λέει η γυναίκα μου, υπονοώντας ότι δεν έχει άλλο χώρο στο πόρτ-μπαγάζ ή ότι δεν είχε το χρόνο να ετοιμάσει μερικά σάντουιτς και να βάλει ένα σακουλάκι με ξηρούς καρπούς στο πλαστικό κουτάκι. Μπορεί κανείς να προβλέψει δηλαδή ότι ακόμη και το καλάθι με τις λίγες λιχουδιές θα εξαφανιστεί σύντομα και θ' αντικατασταθεί με κανένα ηλεκτρονικό μηχάνημα που θα δημιουργεί τροφή ! Μην το αποκλείετε...




Αν σκεφτούμε όμως πως δεν θα μπορούσαμε να βρούμε ο ένας τον άλλο σε κάποια αγορά αν δεν είχαμε το κινητό, δεν θα μπορούμε να θυμηθούμε τόσες πολλές εμπειρίες που περάσαμε αν δεν είχαμε την ψηφιακή φωτογραφική που σβήνεις ότι δεν σου αρέσει δίχως να ξοδεύεσαι όταν εμφανίζεις τις φωτογραφίες και βλέπεις ότι βγήκαν τα τρία-τέταρτα μαύρες, πρέπει να αισθανθούμε λίγη ικανοποίηση.


Όσο για το χρόνο που θα μας γλύτωναν οι ήλυποι με την παρουσία τους ακόμη τον ψάχνω. Και τον ψάχνω συστηματικά, γιατί αυτά τα τελευταία χρόνια δεν προλαβαίνω ούτε την ανάγκη μου να κάνω στην τουαλέτα. Εκεί είναι το μόνο μέρος που μου δίνει την ευκαιρία να βάλω δυο σκέψεις στη σειρά και ν’ αποφασίσω ποια είναι η επόμενη μου κίνηση.


Αλλά στο κάτω-κάτω της γραφής βρε παιδιά, ίσως θα πρέπει να δεχτούμε το καλό με το κακό, το ενάρετο με το άδικο, το όμορφο με το άσχημο για να έχουμε ηρεμία. Συνάμα θα πρέπει από μόνοι μας να βρούμε τη διέξοδο σε κάποιο ήρεμο νησάκι της πατρίδας, ξεχνώντας κάθε τρελαμάρα των μεγαλουπόλεων, αποφεύγοντας ακόμη και τη γνώση του τι μέρα είναι σήμερα, τι ώρα είναι, τι θα κάνουμε αύριο, ποιον θα δούμε και σε πιο κατάστημα θα πετάξουμε τα χρήματά μας...


Καλή Χρονιά σε όλους...