Wednesday 18 June 2008

Κακόμοιρο Μπλογκάκι μου


Κάποτε νέος ήμουνα μα στο μυαλό φτωχός
και ήθελα την άνοιξη να βγαίνω καμακύρης
Να ψάχνω άτολμα σουξέ, πολλές φορές καυτός
σαν γνώριζα τους γύρω μου, ο πάντα κακομοίρης

Μα σύντομα ο λογισμός μου έκοψε τη φόρα
και το μπλογκάκι να με δει κάνει τα μαύρα μάτια
γι' αυτό και ν' απολογηθώ, τρέχω αμέσως τώρα
στους φίλους κι αναγνώστες μου πριν γίνουμε κομμάτια.

Κάθε φτωχή και βλοσιρή σκέψη που θα με πάρει
με έναν μόνο σύντροφο το χρόνο και το πνεύμα
τα χέρια μου θα κάνουνε ακόμη μία χάρη
να βγούμε απ' το αιώνιο της ραθυμίας τέλμα...

Thursday 29 May 2008

Λέω... Μήπως ;



Μήπως δεν έχει ήρωες πια τούτη δω η χώρα;
Το πέρασμα των χρόνων της φάνηκε καταλύτης
Και σαν νοθεύτηκε βαθιά στου χαλασμού την ώρα
Βρήκε το ψέμα ο θρασύς, ο πιο στυγνός αλήτης;


Κι η παγκοσμιοποίηση έτσι πως μας την έφερε
Ακούστηκαν τα βογγητά στα βάθη αυτού του κόπου.
Λέω το πεπρωμένο μας μήπως δεν μας συνέφερε,
Μας πέταξε σε μια γωνιά ανήλιαγη του τόπου;

Βγαίνει ο ένας αναιδής να πει για τα δικά του
Και ξεσκεπάζει τ’ άπλυτα του αλλουνού αράδα
Βγαίνει και ο πολιτικός μ’ εκείνη τη δικιά του
Και χτίζει τόσ’ αυθαίρετα σε όλη την Ελλάδα.

Την κόρη, τη γυναίκα του τις χώνει με προσχήματα
Πως τάχα είναι ειδικές στις πιο καλές δουλειές
Και καταχράζονται ζωές αρπάζοντας τα χρήματα
Ανοίγοντας κεφάλαια με μύριες δυο αιχμές.

Πώς μας κατάντησαν..., ζωή Εκείνος να τους δίνει
Και ας την παίρνει από μας αν είναι τρελαμένος
Εμάς που μ’ ένα μέλημα στο έλεος αφήνει
Της πιο απτής της μοναξιάς ο πιο μοιροκαμένος.

Πατήστε πόδι φίλοι μου, ξεχάσετε τα θαύματα
Και ενωθείτε γρήγορα προτού μας πάρουν πρέφα
Βάλτε μπροστά τη λογική, κι αφήσετε τα τάματα
Γιατί αυτά τα χώματα θα καταντήσουν στέρφα.

Ιάκωβος Γαριβάλδης

Wednesday 28 May 2008

Τις ουν ο φυσικός τούτων;

«ὥσπερ οἰκίας ὁ μὲν λόγος τοιοῦτος, ὅτι σκέπασμα κωλυτικὸν φθορᾶς ὑπ' ἀνέμων καὶ ὄμβρων καὶ καυμάτων, ὁ δὲ φήσει λίθους καὶ πλίνθους καὶ ξύλα, ἕτερος δ' ἐν τούτοις τὸ εἶδος <οὗ> ἕνεκα τωνδί. τίς οὖν ὁ φυσικὸς τούτων; πότερον ὁ περὶ τὴν ὕλην, τὸν δὲ λόγον ἀγνοῶν, ἢ ὁ περὶ τὸν λόγον μόνον; ἢ μᾶλλον ὁ ἐξ ἀμφοῖν;»

Αν ισχύει η δοξασία ότι η οικογένεια, η οποία συμβιώνει εντός μιας και μόνο οικίας, είναι η βάση μιας κοινωνίας ποια είναι τότε τα πρότυπα που χαρακτηρίζουν την οικογένεια και ποιο είναι λογικά το βασικό της μέλος; Τι μπορούμε ν’ αντλήσουμε από τους τρόπους της οικογένειας της αρχαιότητας που θα ωφελήσουν την αντίληψη του σήμερα; Διότι άλλο είναι να υποθέτει κανείς το τι είναι η οικογένεια, τι υποχρεώσεις έχουν τα μέλη της και ποιος ο ευειδής τρόπος να στηριχθεί και άλλο να αποφαίνεται μετά από μελέτη της ιστορίας και ν’ αποκρίνεται ανάλογα με τις ανάγκες του σήμερα.

Ταύτα μαρτυρεί ο Αριστοτέλης περί οικίας. Το ότι δηλαδή αποτελείται από ύλη και πνεύμα. Οι μεν βλέπουν την ύλη και μιλούν γι’ αυτήν, οι δε τον λόγο (λογική). Τελικά δε ρωτάει ο δάσκαλος ποιος από τους δύο είναι ο φυσικός, ο ομιλών περί της ύλης που αγνοεί τη λογική, ο γνωρίζων μόνο τη λογική ή μάλλον αυτός που αναγνωρίζει και τα δύο;

Για να ρωτάει ο Αριστοτέλης τα ερωτήματα είναι πολλά, η λογική ίσως έτοιμη να χρησιμεύσει, παρ’ όλο που πολλές φορές οι ανάγκες και οι συγκυρίες αντιστρέφουν τους όρους, χαλιναγωγούν αισθήματα, αναλώνουν προτιμήσεις και απαιτήσεις. Όλα αντιπροσωπευτικά φαινόμενα της λειτουργίας της λογικής παρουσιάστηκαν στο τεύχος 15 του περιοδικού της Παλλάδας "Αθηνάς". Της μητέρας της λογικής και σοφίας.

Τελικά όμως, με τη βοήθεια της φύσης, οι απαιτήσεις έδωσαν τέλος σε μια συγκυρία που ξεκίνησε πριν οκτώ περίπου χρόνια και παρ' όλο που έβαλε τα θεμέλια για μια σοβαρή προσπάθεια του μέλλοντος σκόνταψε. Το μέλλον την πρόλαβε προτού μεστώσει. Ο κόσμος της την πρόδοσε προτού ωριμάσει και αποδόσει τα φρούτα. Η γενναία προσπάθεια συνάντησε τη φύση που δεν έχει ισχυρότερη στον κόσμο τούτο. Συνάντησε την εξέλιξη που δεν τη σταματάει κανείς.

Το μόνο που ευχόμαστε είναι να μάθαμε απ' αυτή και η προσπάθεια να μην έχει μετατραπεί σε απόλυτη ματαιότητα. Η λογική όμως ποτέ δεν οδηγεί στη ματαιότητα, αντίθετα η ματαιότητα οδηγεί στη λογική - αν δεν οδηγήσει εκεί θα σταματήσει να υπάρχει.

Monday 28 April 2008

Μακεδονία σ' έκλεψαν

Εμένα τη χώρα μου την έκλεψαν οι φίλοι
Εμένα τη χώρα μου την πούλησαν τ’ αδέρφια μου

Δεν είμαι πλέον απόγονος
Μα ούτε των παιδιών μου πρόγονος.

Εγώ κατάγομαι από το πουθενά
Κι ούτε μπορώ με τον καθένα να μιλώ
Για ιστορίες των ενδόξων των προγόνων μου

Εμένα τη χώρα μου την έκλεψαν οι φίλοι
Εμένα τη χώρα μου την πούλησαν τ’ αδέρφια μου.

Ιάκωβος

Friday 11 April 2008

Σιχάθηκα... το σώμα μου

Σιχάθηκα τον άνθρωπο
την τόση του κακία
που δε χρωστά ένα καλό
σ' αυτή την κοινωνία.

Σιχάθηκα το σώμα μου,
τις τόσες τις πληγές του,
τον κόσμο, αχ βαρέθηκα
να βλέπω τις ψευτιές του.

Σιχάθηκα τα ορατά
τ' αόρατα δαιμόνια,
που γκρέμισαν το σεβασμό
σκόρπισαν καταχθόνια.

Μα πιο πολύ απ' όλα αυτά
μ' έκαναν να υποφέρω
οι προσποιήσεις οποιανού
κοιτάζει το συμφέρον.

Εγωισμοί, μικρότητες
άτυχες σκευωρίες
έχουν σαν αποτέλεσμα
άτυπες συγκυρίες.

Με πλήγωσαν οι άνθρωποι,
με πρόδωσαν οι φίλοι,
μα πιο πολύ φοβήθηκα
χαμόγελα στα χείλη.

Αυτών που λέν’ μ' αγάπησαν,
αυτών που με προσέχουν
μη ξεμυτίσω στο κακό,
που ζουν να το κατέχουν.

Κανένας δε μ' αγάπησε
πραγματικά κι αλήθεια,
ποτέ δεν είδα άνθρωπο
να μη ζητά προμήθεια.

Κι όταν το χέρι απλωθεί
για να τους βοηθήσει
έτοιμοι πάντα οι άτιμοι
να βγάλουνε μπαξίσι.

Τι να την κάνω τη ζωή
τον ήλιο και τη μέρα
αφού σ’ αυτή ποτίστηκα
χολή, φωτιά, φοβέρα.

Wednesday 26 March 2008

Κοινωνία Ώρα Χυδαία


Ζήτω η 25η Μαρτίου – η ώρα των πολιτικών, όταν όλοι βγαίνουν στο σεργιάνι να δειχτούν και να κριθούν, να πουν και να πολιτευτούν ενόσω οι μαθητές, οι τσολιάδες, ο στρατός, τα τανκ, οι οβίδες και τα κανόνια παρελαύνουν τη βουβή τους παρέλαση.

Χάρμα οφθαλμών αλλά και συγκυριών που κατέληξαν στο να υπάρχει πατρίδα μέσα από το θάνατο, στο να υπάρχει ειρήνη μέσα από τη φοβέρα και την αγριάδα του πολέμου.
Μα βρε παιδιά για μια στιγμή...


Για πείτε μου όμως αν συμφωνείτε: Ωραίοι οι μαθητές και οι μαθήτριες της παρέλασης με τις γαλανόλευκες στολές τους, ωραίοι οι τσολιάδες που με την αγέρωχη κορμοστασιά και ενδυμασία τους βγαίνουν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, και κάθε μεγαλούπολης της πατρίδας, ωραίοι οι στρατιώτες ξηράς, θάλασσας και αέρος σε βήμα ρυθμικό που θυμίζει ρομπότ, όμως τι τα θέλουμε τα τανκ; Τι τις θέλουμε τι οβίδες και τα κανόνια να μας θυμίζουν τι; Να φοβερίζουν ποιον; Να δείχνουν την αρμάδα του θανάτου σε ποιον;


Δεν είναι καιρός πλέον να μαζέψουμε λίγο τη ρητορική του πολέμου, δεν είναι καιρός πλέον να συμμαζέψουμε τα μηχανήματα που μας διαιρούν, μας καταστρέφουν; Να είστε σίγουροι πως σ’ εκείνους που θυμούνται άλλες εποχές τους δημιουργούν μια αίσθηση του ‘τίποτα δεν άλλαξε’ μετά από τόσους αιώνες και αγώνες. Δεν είναι ένα οξύμωρο σχήμα εφόσον οι γείτονές μας έχουν πολύ περισσότερα απ’ αυτά τα ρημάδια, κι εμείς που δεν έχουμε, ούτε είχαμε αρκετά ποτέ, πού πάμε και ποιον πάμε να φοβερίσουμε;


Σίγουρα μερικοί θα μου πείτε πως δεν είναι εγχειρίδια φοβέρας, και πως απλά δείχνουν τη δυναμική του στρατού που συνεχώς σε εγρήγορση είναι έτοιμος να υπερασπιστεί τα δίκαια της πατρίδας. Ενώ πιο πέρα οι ηττοπαθείς πολιτικοί είναι έτοιμοι να παραδώσουν την ιστορία, τον πολιτισμό, τα εθνικά ονόματα για να μπορούμε αργότερα να χρησιμοποιήσουμε την αρμάδα αυτή να πλήξουμε τα κακώς κείμενα...


Πατρίδα μου, πώς σε κατάντησαν έτσι κορόιδο...!

Wednesday 12 March 2008

Σκέψεις βυθισμένες στις σάρκες...


Με τί λόγια να ξεκινήσω να γράφω αυτό το κομμάτι, εγώ ο ανήμπορος συνακόλουθος της αφιλίας; Εγώ που βρίσκω απίστευτη την ακολουθία ατυχημάτων που την ονόμασαν ζωή και μ’ έβαλαν κι εμένα τον δούλο να τη ζήσω.

Αποξενωμένος από τους πάντες, βυθισμένος στη μοναξιά μου, ρηχός, πληγωμένος παντού και σκυθρωπός όπως πάντα ψάχνω την ώρα και τη στιγμή που θα βρω ένα χαμόγελο να σκάει απρόσμενο στο πλησιέστερο μελαγχωλικό πρόσωπο.

Μα δεν έρχεται το ποθούμενο χάρισμα και το χέρι δεν βοηθάει καθόλου μια κατάσταση που με θέλει ξένο από κάθε εγκόσμιο, ξένο από κάθε ανάμιξη με μια άνιση πνοή.
Έτσι, απομακρισμένος από τους γύρω, χυμένος και χωμένος ακαταλόγιστα πάνω σε μια σκέψη, που πιπιλίζει το μυαλό με τις ακραίες της αντικρούσεις, που βδελίζει το πνευματικό μου είναι μέχρι να γυρίσω την πλάτη στον αιθέρα και να τη χάσω. Να φύγει κι αυτή σαν τον κλέφτη στο σκοτάδι που πήρε ό,τι ήθελε και γυρίζοντας από την πλάνη διαδέχεται μια άλλη, ενώ εγώ τότε αρχίζω να παρατηρώ αμετανόητα τον κόσμο, τόσο πολύ κόσμο, να περιφέρεται με αγωνία, να κινείται, να ενεργεί δίχως να γνωρίζει το γιατί... Τα τραύματά μου πού να μ' αφήσουν να ξεχάσω.

Τον κόσμο αυτό όμως δεν τον ενδιαφέρει ποιός είναι ο σκοπός της χίμαιρας του χρόνου που σαν γοργοπόταμος ξεχύνεται στη χαράδρα παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του. Όσοι μπορούν ας σταθούν στο πνεύμα όρθιοι. Μερικοί βλέπω ν' αρπάζουν μια σανίδα ή ένα χαροπνιγμένο πτώμα για να σωθούν ενώ άλλοι τους ποδοπατούν κι ας το ξέρουν.

Δεν υπάρχει σκοπός για σένα κόσμε, υπάρχει μόνον κίνηση, δεν υπάρχει προγραμματισμός, παρά μόνον μια άστατη πάλη μέσα σ' ένα άστατο χάος και μόνο για το εκτελείν.

Κανένας φίλος εδώ τριγύρω, κανένας συμπαθής απόκαμος συμπαραστάτης, μόνο βδέλλες που σου πίνουν το αίμα, που σου ρουφούν τη ζωή για να φουσκώσουν, να καμαρώσουν, να δειχτούν οι ανήμποροι, να ξεφύγουν στιγμιαία από την ανικανότητά τους. Κι όταν βγουν το κατώφλι, όταν πάρουν το δρόμο τον κατηφορικό δεν κοιτάζουν ποτέ πίσω, μαγεμένοι από τη σκέψη πως τα κατάφεραν, πως είναι μεγάλοι, πως πέρασαν τα δύσκολα κι όποιους πάτησαν τους πάτησαν.

Πώς είναι δυνατό μια ζωή αυτός ο μοναχικός άνθρωπος μέσα μου ακόμη να επιβιώνει ανέπαφος; Πώς είναι δυνατόν τόσες δεκάδες χρόνια η ενδόμυχη φωνή να μην ακούγεται, και το κάψιμο στα στήθεια να φουντώνει σαν ένα αιχμηρό γαϊδουράγκαθο; Και πώς μπορείς μετά από τόσα χρόνια του δόσε να συνεχίζεις να δίνεις κουράγιο σε μια ύπαρξη λέγοντας: «θα έρθουν καλύτερες μέρες;» Είναι δική σου αυτή η ύπαρξη φίλε.

Οι μέρες δεν φαίνονται να έρχονται, ούτε καν διακρίνονται στον ορίζοντα της μοναξιάς. Αυτής της αδυσώπητης φάλαινας που βουίζοντας δίχως βρυχηθμό σε παρασέρνει αργά στο ναρκωμένο χείλος προσωπικών δολοφονικών τάσεων. Κατά πόσο όμως αυτή η μοναξιά είναι χειρότερη της οχλαγωγίας; Πόσα χρόνια τα στήθια θα φουσκώνουν στη φράση ‘να πάρει η οργή’;

Μα υπάρχει σωτηρία απ’ αυτό το αναπάντεχο χάος. Σήμερα κατάλαβα κάτι άλλο κι αυτό το άλλο που το είχα πριν μερικές φορές ψιλοσκεφτεί στη γρηγοράδα της επιβίωσης, μούδωσε τόση χαρά όση η νόηση μιας εσωτερικής και μη αναμενόμενης μα ευχάριστης αναγέννησης. Σήμερα αναγεννήθηκα σαν να ξανάνιωσα, να ξανα-ανάπνευσα, σαν να σήκωσα το κεφάλι επάνω και κοίταξα τα σύννεφα με τα μάτια ανοιχτά. Εκεί μπόρεσα να δηλώσω ευτυχής γιατί κατάλαβα πως είναι γενναίο το να λες αυτό που κάνεις είναι όμως πολύ πιο ειλικρινές και ξεκάθαρο, κράμα της αλήθειας, το να κάνεις αυτό που λες. Για μερικούς ίσως φαίνεται υπεράνθρωπο ενώ για τους λιγοστούς αυτό είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν από το πλήθος. Σήμερα, λοιπόν, κατάλαβα μέσα απ’ την πανέμορφη αυτή σκέψη πως έκανα πολλές φορές αυτό που είπα. Όχι πάντα, μα η ικανοποίηση που ένιωσα τότε δεν είναι του κόσμου τούτου, μα είναι αιωνία...

Saturday 23 February 2008

Η σελίδα 123 του... Τελευταίου Πειρασμού


Αποφάσισα όλως αιφνιδίως κι εγώ να παίξω το παιχνίδι του αγαπητού μου φίλου Στράτου γιατί μου θύμησε παλιές αμέριμνες εποχές. Ένα παιχνίδι παρόμοιο μ' αυτά που παίζαμε όταν είμασταν παιδιά καθώς τραβούσαμε ένα οποιοδήποτε βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, ανοίγαμε μια οποιαδήποτε σελίδα και διαβάζαμε.
Τώρα όμως ήταν κάτι το πιο συγκεκριμένο, κάτι που ήθελα να δώσω σαν δώρο στον καλό μου φίλο που με παρότρυνε, δίχως να το ξέρω όμως ήταν και κάτι που με άφησε άναυδο...

Το βιβλίο "O Τελευταίος Πειρασμός" του Ν. Καζαντάκη, σελίδα 123, μετά την την πέμπτη περίοδο:

"Ο Ιάκωβος ξέσπασε σε ξερό, όλο καταφρόνιση γέλιο∙ τον κρατούσε τώρα σφιχτά από το μπράτσο και τον ταρακούναε: Ο εκατόνταρχος; μούγκρισε σιγά∙ ο εκατόνταρχος, ο φίλος σου; αυτός σε στέλνει; Ναί, σίγουρα, αυτός θα τον στέλνει σπιούνο∙ καινούριοι Ζηλωτές είχαν φανεί στα βουνά και στην έρημο, κατέβαιναν στα χωριά, έπιαναν το λαό κρυφά και του μιλούσαν για γδίκηση και λευτεριά∙ κι είχε ξαπολύσει ο αιμοβόρος εκατόνταρχος της Ναζαρέτ σε όλα τα χωριά πουλημένους Οβραίους, σπιούνους. Τέτοιος, σίγουρα, ήταν και τούτος, ο σταυρωτής. Μάζεψε τα φρύδια του, χαμήλωσε τη φωνή του, τού δωκε μια, τον τίναξε πέρα."

Διάβασα ως εδώ, μετά γύρισα προς το παράθυρο ενώ δεν κατάλαβα ότι το βιβλίο έπεσε από τα χέρια μου. "Ποιος είναι ο Ιάκωβος;", σκέφτηκα. Και προσπαθούσα να θυμηθώ, μια και πάνε χρόνια που διάβασα αυτό το βιβλίο, μα δεν τα κατάφερα. Κι εκεί που έσπαζα το κεφάλι μου να θυμηθώ τον Ιάκωβο, πώς μούρθε και σκέφτηκα πως "μάλλον θα είναι αυτός που βρίσκεται μέσα μου..." - Πώς αλλιώς να το εξηγήσω; Αυτόν που θέλω πολύ καιρό τώρα να τον πιάσω από τα δυο μπράτσα και να τον ταρακουνήσω. Να του δώσω και μια κατραπακιά αν γίνεται και να τον αποκαλέσω σπιούνο... Ναι σπιούνο και προδότη. Γιατί τόσα όνειρα που είχα παιδί τι τα έκανε; Τόσες ελπίδες που είχα γραμμένες στη μνήμη και τόσες υποσχέσεις, να τις χάσω μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν; Να μην μπορέσω να τις υλοποιήσω και να βρεθώ έτσι τώρα ξερός και καταφρονεμένος με τον εαυτό μου; 

Τι πίκρα ήταν αυτή που ένιωσα, τι απελπισία που μ' έπιασε να με κατατροπώσει!
Κι εκεί που ήμουν έτοιμος ν' αφήσω αυτό τον κόσμο, εκεί που όλα φάνηκαν μάταια κι απερίγραπτα παράλογα, δίπλα μου πέρασε χαμογελαστός ο μικρός γιος μου που γύριζε καταϊδρωμένος από το δικό του παιχνίδι.
Η ζωή μου έδινε ακόμη ένα μάθημα, ευτυχώς που δεν ήταν "ο τελευταίος μου πειρασμός"...

Sunday 10 February 2008

Η τεχνολογία σαν από μηχανής θεός…


Λόγιοι, λόγοι, διατριβές, μελέτες, προβληματισμοί, χαρακτηρισμοί, διαπληκτισμοί, εικασίες, προσδοκίες, αυθαιρεσίες, φιλοσοφίες, σημάδια, πολύτιμα και μελετημένα ψεγάδια, μα τελικά… σκοτάδια.


Όλα για να φωνάζουν οι κλέφτες μήπως και ακούσουν οι πολλοί νοικοκύρηδες και φοβηθούν… που λείπουν. Όλα μεταξύ μας. Όλα για μας κι όχι γι’ αυτούς ή μόνο γι’ αυτούς κι όχι για μας. Όλα πηγάζουν από παραφουσκωμένα κεφάλια, έτσι ώστε να είναι αναγκαίο να χωράνε ευρύχωρα στα ψηλοτάβανα δωμάτια.
-Άκουσες όμως τι είπαν; Είπαν πως δεν θα υπάρχουν πρακτικά μετά το Συνέδριο!!
-Εγώ πάντως δεν άκουσα κάτι τέτοιο… αλλά λες να είναι αλήθεια;

Το ακροατήριο, αυτό που δεν απουσιάζει ποτέ, χωρίς ούτε ένα χασμουρητό, ψάχνει την ώρα να μπει στο χώρο του συνεδρίου κάποιος νέος επισκέπτης που καθυστέρησε· έτσι απλά για να σπάσει η μονοτονία. Πολλοί βάζουν το χέρι πάνω στο πρόσωπο προσπαθώντας να κρατήσουν τα μάτια ανοικτά, μήπως και τους δει κανείς να τα μισοκλείνουν. Μήπως και πιάσει το μάτι του διπλανού τη δική τους αδιαφορία. Κάποιος όμως κουτσομπόλης που βλέπει γύρω σκέφτεται: «κοίτα κει, μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει κι αυτός...» με αποτέλεσμα να χάνει τη σειρά της ομιλίας.

Ο ομιλητής είναι ο μόνος που πασχίζει να χρωματίσει την ατμόσφαιρα για να δώσει ενδιαφέρον, πολλές φορές αλλάζει και καμιά διαφάνεια στην τεράστια οθόνη, αλλά αυτοί που αδιαφορούν συνεχίζουν να κοιμούνται με ανοιχτά τα μάτια.

Μοιράζονται οι γνώσεις και οι απόψεις, από μας σε μας, αυτές που προορίζονται για κείνους. Μέχρι που οι μελετητές να καθυστερήσουν συνειδητά στην απόδοση των αντιθέσεων και παραθέσεων. Μέχρι να βρει ο παρατηρητικός με τα γυαλιά δύο ακόμη άσπρες τρίχες στο κεφάλι του μπροστινού πριν αρχίσει να χτυπάει παλαμάκια.
Αχ αυτά τα παλαμάκια! Άραγε, γιατί συνήθως τ’ αφήνουμε για το τέλος; Κάποιος μου είπε πως είναι για να δείξουμε ικανοποίηση για μια μελέτη και απόδοση που έγινε τόσο ωραία. Κάποιος άλλος όμως χειροκροτούσε γιατί τελείωσ’ επιτέλους… τον είδα. Εγώ ερεθίστηκα και προβληματίστηκα αρκετά όμως, ενώ αισθάνθηκα κι από τα δύο. Μερικές φορές γιατί χτυπάμε παλαμάκια και στα ενδιάμεσα; Άραγε μήπως μας αρέσει πραγματικά το θέαμα, ή κάνουμε μια ακόμη προσπάθεια να πούμε «τελείωνε επιτέλους!».

Λυπήθηκα όμως τους ακροατές. Περισσότερο αυτούς που έχουν οικογένειες. Ναι, λυπήθηκα αυτούς ακόμη περισσότερο, μια και ξεχάσανε πως κάπου πάνω στη γη αυτές τους ψάχνουν. Εκείνοι όμως αδιάφορα ξύνονται καθώς παλεύουν να χονέψουν το μήνυμα που δεν θα το ακολουθήσει κανείς. Το μόνο που θ’ ακολουθήσουν είναι το ξύσιμο κι έτσι καθισμένοι, όρθιοι ή όπως είναι γυρίζουν το κεφάλι δεξιά κι αριστερά μήπως και δουν κάποιον που γνωρίζουν.

Μια παρέλαση ομιλιών η οποία και βέβαια συνεχίζεται... Οι μεν προσφωνούν τους δε, οι δε ούτε που ακούν. Ψάχνουν μέσα στα λόγια μόνο ν’ ακούσουν το δικό τους όνομα, και μετά να χαμογελάσουν ικανοποιητικά.
-Είδατε, είδατε, ακούστε τα λοιπόν.
Σε λίγο κανείς δεν θα χαμογελάει. Σε λίγο θα βρίσκονται όλοι στα πρόθυρα κάποιου νοητού και ακαταμάχητου λήθαργου. Κι εκεί είναι που ξεχνιούνται όλα. Εκεί είναι που ξεφεύγουν όλα στο τέλος. Μέχρι κάτι καινούργιο να γεμίσει τις οθόνες για μια ακόμη φορά, αμετανόητες.

Ευτυχώς όμως, ο από μηχανής θεός μας έσωσε πάλι, γιατί χάλασε το μηχάνημα προβολής των διαφανειών. Ευτυχώς, λοιπόν, που έφτασε η τεχνολογία να λυτρώσει μερικούς και ο Γιάννης που χειριζόταν το μηχάνημα χαμογέλασε.

Ένα ακόμη επεισόδιο πέρασε… κι εγώ που άφησα τη θέση άδεια για να πάρω τη φωτογραφία προσπαθούσα να δω τον εαυτό μου ανάμεσα στο πλήθος, αλλά δυσκολευόμουν.

Wednesday 30 January 2008

Μέρα Τρίτη


Σηκώθηκε νωρίς-νωρίς απ’ το μονό του στρώμα
ντύθηκε τάχα γιορτινά, το μαύρο το κοστούμι
παπούτσια μαύρα, μυτερά, λουστρίνια γυαλισμένα,
τα είχε βάψει γελαστός σαν ήπιε λίγο ρούμι,
μα με το κόκκινο παπιγιόν φάνταζε στα χαμένα
αφού τα χρόνια τώρα πια τον έχουνε κυρτώσει·
τα λαγγεμένα μάτια του σχεδόν πια τυφλωμένα
κάθε στιγμή και μια πνοή που πάει να τελειώσει.


Ούτ’ ένα βλέμμα όμως πια δεν βρήκε τον καθρέφτη,
κι ως λιτοδίαιτος θα πιει νεράκι μια γουλιά
απ’ το ποτήρι που βραδύς τον είχε βγάλει ψεύτη
και νυσταλέος ξέχασε νωρίς σε μια γωνιά.
Τα διάβηκε περήφανος τόσες δεκάδες χρόνια
που πέρασαν φουριόζικα κι αν τού ‘ρχονταν στο νου
σαν σύννεφα να τον θωρούν κάποια εσχάτη ώρα
αυτός λαλιά μονόχορδη, συντρίμμι του καιρού.

Πήγε ως το παράθυρο, τράβηξε την κουρτίνα
κι ο ήλιος μπήκε σιωπηλός να τον υποδεχτεί,
αυτή η μέρα του χαμού έμοιαζε καραντίνα
αν κι η τουλίπα γελαστή χάζευε την αυγή˙
φάνταζε ροδοκόκκινη στη γλάστρα, στο περβάζι
όπως κουνιόταν λυγερή τι νά ‘θελε κι αυτή,
τον ήλιο στα δεντρόφυλλα άρχισε να ρεμβάζει
σαν μια κοπέλα λεύτερη που ψάχνει για παιδί…

Ακόρεστο το πέρασμα της φιλντισένιας νιότης
που γρήγορα απέρχεται κρυφά ’πό το κορμί
και η ασχήμια εξορμεί στο χρόνο το δικό της
για να του κλέψει και αυτή ότι καλό θα βρει.
Αργά-αργά κατάφερε την κάμαρα ν’ ανοίξει
κρατώντας παθιασμένες τις θύμισες του χτες,
ο γέρος στο στερνό κατώφλι να πατήσει
χωμένος αδιάκριτα σε σκέψεις μακρινές.

Τίποτα δε χρειάζεται να πάρει πια μαζί του
και ούτε ενδιαφέρεται τίποτα να γευτεί.
Φόρεσε το καπέλο του, τα πιο καλά γυαλιά του
κι άνοιξε τέλος διάπλατα την πόρτα να διαβεί.
Στο κεφαλόσκαλο αδρός στάθηκε πριν το δρόμο,
αυτό το ξέρει πως ποτέ δεν υστερολογεί,
πιο πέρα ο μπάτης βούιξε σαν χάθηκε στο χρόνο
και ο Αζώρ ο πιο πιστός πήδηξε πριν τον δει...

Αργά και πάλι πέρασε τα λίγα σκαλοπάτια
τα μέτρησ’ όπως πάντα, ξανά τα βρήκ’ εννιά.
Πρώτη η μαγκούρα έτρεξε να βγει στα μονοπάτια
κρατώντας τον στα όρθια για μια στερνή φορά.
Σταμάτησε, ανάπνευσε, κοίταξ’ ολούθε γύρω
και την τουλίπα χάιδεψε χωρίς να πει μιλιά
καθώς της έγνεφε σιγά το πιο στερνό του αντίο
σειότανε, λυγιότανε, ζήταγε γαλιφιά.

Σαν γύρισε στον ουρανό το πιο καλό του μάτι
άρχισε πια να σκέφτεται ταξίδι μακρινό,
να δρασκελίζει το γνωστό κι έρημο μονοπάτι
σιγά, καθώς κουνιότανε σαν βάρκα το πουρνό
κι όπως στην άκρη του πανιού βαστάει τρωγλοδύτη
που περιμένει άσκοπα αγέρα δειλινό,
κι αντί για μπάτη συναντά στερνό αποσπερίτη
που θα τον πάρει ξάκρισμα πάνω στον ουρανό.

Γύρισε λίγο κοίταξε για μια φορά το σπίτι
του έγνεψε το «έχε γεια» δίχως να ψυλλιαστεί
το τι ο γέρος σκέφτηκε να κάνει κι ήταν Τρίτη
κι ήρθε η ώρα σήμερα να τ’ αποχωριστεί•
ας μείνει έτσι έρημο χωρίς ιδιοκτήτη
να το κτυπά ο άνεμος, χαλάζι και βροχή
να καρτερά μοναχικό και σαν τον Ψηλορείτη
μια νέα οικογένεια να εγκατασταθεί.

Ξεροκατάπιε, έβηξε, δόθηκε του καημού του
και ένα δάκρυ πού ‘τρεξε το ένιωσε καυτό
σαν κύλησε στο μάγουλο νοικάρης του λυγμού του
που θέλησε να μοιραστεί κοπιαστικά κι αυτό,
παρ’ όλο που οι φοβίες του έφυγαν προ πολλού
ούτε πολυσκοτίστηκε τι ‘θελε το μυαλό,
καταφυγή στην άβυσσο ενός παλιού εαυτού
που έχασε στο άπειρο του χρόνου το σκοπό.

Σαν έσπρωξε το κάγκελο φορώντας την καμπούρα
στο δρόμο αυτό αχάρητος είχε μια μόνο βλέψη·
στο διάβα του το σύννεφο, στα χέρια τη μαγκούρα
την έσφιξε, μουρμούρισε: «η μέρα θα στερέψει».
Κρατώντας μια απόφαση που πήρε όντας κούρα
σαν νέος υπαινίχθηκε θα βγάλει στη στιγμή,
ο χρόνος όμως δεν μπορεί το γέρο να νταντέψει,
στα πόδια τα τρεμάμενα η πιο στερνή του ισχύ.

Βρήκε τη στράτα και ευθύς τον ήλιο τον ρωτούσε
για πόση ώρα σήμερα θα φέγγει στα ουράνια
με το κεφάλι του σκυφτό δύσκολα προχωρούσε
ακαταλάγιαστος ζωή πέρασε στην αφάνεια.
Πηλοβατώντας ψύχραιμα το φως ακολουθούσε
κι η ράχη όλο έσπρωχνε το πρόσωπο στο χώμα
τα χέρια του ατάραχα, το πνεύμα σκουντουφλούσε,
η ραθυμία τίποτα μπροστά στην περηφάνια.

Μα ξάφνου κοντοστάθηκε, σαν νάχε ξεχαστεί
αργά τα μάτια σήκωσε κοίταξε μπρος το δρόμο
τ’ ορίζοντα τα χρώματα δεν είχε ξαναδεί.
Θυμήθηκε τη ξενιτιά, τη μάνα μες στο χρόνο
και τη γυναίκα σύντροφο να έχει πια χαθεί
αινίγματα στο βάναυσο αυτό τον κοσμονόμο
που δεν λογιάζει το κορμί για πού πεζοπορεί
μα με το μάλαγμα του νου συμπάθησε τον πόνο.

Έμεινε απροστάτευτος, λιτός στη μοναξιά
αποδιωγμένος, μισητός και βιάζεται να φτάσει
εκεί που λήθης λάφυρα του κόπου νοσηρά
τελείωσαν στα βήματα, του παρελθόντος πάθη
αφού ο Πλάστης στη ζωή ακόμη τον κρατά
κουφάρι επιπόλαιο, της μοίρας κατακάθι
ευπρέπειας κατάλοιπο, κυρτό στη μια μεριά
που δεν νοούσε πια κανείς πως πά’ να θυσιάσει.

Μα χρειαζόταν δύναμη, φοβόταν μην ξεχάσει
ώσπου να πάει στο βουνό εκεί πού ‘χε σκεφτεί
απλά μακριά ‘π’ το σπιτικό ήθελε να περάσει
και όσο κοντοζύγωνε κι όσο περιπατεί,
όσο περνούσε η ώρ’ αυτή κι έπιασε να βραδιάσει
το μονοπάτι ατέλειωτο το χώμα καφετί
και κάθε τόσο κοίταζε κάτω μήπως σκοντάψει,
δεν θα τον πήγαινε αλλού παρά μονάχα εκεί...

Σε λίγο κοντοζύγωσε, πέρασε και τα δέντρα,
είδε τ’ αγριολούλουδα ν’ αλλάζουν τόσα χρώματα,
το σούρουπο σαν έσπρωχνε το βασιλιά στην άκρα
ακόμη μια εισέπνευσε όλα αυτά τ’ αρώματα.
Σταυρώθηκε, ευχήθηκε, δεήθηκε στη ράτσα,
αστροφεγγιά περίμενε κι ένα από τα θαύματα
και το φευγιό να καμωθεί ξεχνώντας κάθε σάρκα
του Πλάστη που του πρόσφερε απλόχερα ζωάρκεια.

Τα δυο παιδιά του μακριά με τις δικές τους έγνοιες
τα σκέφτηκε, για μια στιγμή τα έφερε στη μνήμη
να μην γιορτάσει μοναχός τ’ άρωμα στις γαρδένιες
που ολούθε γύρω τον κοιτούν καθώς τον κόσμο αφήνει
να πάει να βρει ξεκούραση πέρα απ’ τις σκοτούρες
μιας άχαρης, πικρόκαρδης ζωής μέσα στη δίνη
σ’ αυτό το ψυχορράγημα και τις μνησικακίες
που τον κρατούν βαρύθυμο, πνιγμένο στην οδύνη.

Ήξερε πού βρισκότανε, γνώριμη γύρω η πλάση
και τα πουλιά τον γνώρισαν, ο αγέρας που φυσούσε·
θυμόταν νιος τους έφερνε να δουν εδώ τη δύση
που σκόρπιζε στο πράσινο χρέος σαν εκτελούσε
ανώτερο, αστέρευτο η ζωοδόχα φύση.
Μα τώρα πια κουτσαίνοντας πέταξ’ ότι κρατούσε
τα πόδια είχαν όλα τους τα βήματα βαδίσει
και η στιγμή του τέλους του όλο τον καρτερούσε.

Γονάτισε και γύρισε τα χέρια στα ουράνια
κι είπε απευθυνόμενος προς τη δική του αγάπη:
Καλή μου, σε ευχαριστώ για όλ’ αυτά τα χρόνια
βοήθησες να ζήσουμε μακριά από ραχάτι,
ποτέ σου δε βαρέθηκες, φέρθηκες με συμπόνια
όσο και αν αγρίευα στου πόνου το κρεβάτι,
το βάρος όσο αφόρητο κρατούσες δυο τιμόνια,
μα ξέρεις έρχομαι ξανά κάνε στο πλάι λιγάκι.

Κοίταξε κάτω απέραντος ο πράσινος ο κάμπος,
το χάσμα δέσποζε ευρύ να τον υποδεχτεί
η ρεματιά απύθμενη, απόκρημνος ο βράχος
το γέρικο το σώμα του έτοιμο να ριχτεί.
Κι ο άνεμος αδήριτος βούιξε κύκνειο άσμα
το σύννεφο του άγγιξε το πνεύμα πριν χαθεί,
τ’ αστέρια τρεμοσβήσανε για έν’ ακόμη πλάσμα
που με τη φύση τελικά για πάντα θα ενωθεί.

Πιο πέρα στα χαμόκλαδα ο σκύλος που κοιτούσε
σταμάτησε απότομα σαν γάβγιζε νωθρά
τόσο που πάγωσε η γη, το σύννεφο ριγούσε
ακούγοντας το άμοιρο ζώο ν’ αγκομαχά
αφού χαμένο ούρλιαζε και την ουρά κουνούσε
κι άφηνε κάπου ν’ ακουστεί μια ψυχική στριγκλιά
σαν καταλάβαινε για πού ο γέρος πια τραβούσε
κι έψαχνε λόγο ανθρώπινο να πει παρηγοριά.

Τέλος... τα μάτια έκλεισε κι ήρθαν στερνές οι σκέψεις
πριν το φεγγάρι αντιληφθεί κι η Πούλια γεννηθεί
κι όπως μεθά ο ουρανός έχοντας άλλες βλέψεις
ζυγώνει τ’ οξυκόρυφο που ενώνει με τη γη,
έγειρε, έτσ’ αργά-αργά, κάνει το βηματάκι
στο τέρμα που του χάριζε μομφή καλής στιγμής
μια κι έφτασε μωρό παιδί και φεύγει γεροντάκι,
πετώντας προς το άπειρο στο γέρμα μιας ζωής...



© Ιάκωβος Γαριβάλδης
Απρίλης 2006

Wednesday 16 January 2008

Πού είσαι πατρίδα...


Απ' όλα φίλοι μου θα βρείτε δω,
γιατί η ζωή κερνάει μια απ' όλα
μέχρι μια μέρα θα δυσκολευτώ να πω
πως ήρθε και με πήρε η καρμανιόλα...

Μα μέχρι τότε θα μ' ακούτε όλοι εσείς
που πήρατε το δρόμο να με βρείτε
κι αν δεν αρέσουνε τα λόγια της στιγμής
μια βουκαμβίλια απ' τον κήπο μου γευτείτε...



Π Α Τ Ρ Ι Δ Α


Σε βλέπω τώρα ‘πό μακριά τόσο μικρή
Και η ματιά μου στις γραμμές σου καρφωμένη
Χωρίσαμε δίχως να πούμε το γιατί
Κι αφήσαμε τις τόσες θύμισες γραμμένες
Σε κάποια πέτρα απ’ τον ήλιο σου καμένη.


Μα σαν ανθίσει με το γιόμα η ζωή
Και βγει το χρώμα σκόρπιο στο σεργιάνι
Μια αίσθηση απέραντα μοναδική
Γεμίζει κάθε μια σεμνή πνοή
Στα στήθια μου βαλμένη για να υγιάνει...


Τις σκέψεις κείνου του καλοκαιριού
Σε ξένους τόπους που με έριξες πατρίδα
Σε χώρισα και ήταν μέρα τ’ Αγιαννιού
Χάθηκα σε μια άκρη κάποιου δειλινού
Με φίλο αχώριστο μονάχα μιαν ελπίδα...

ιάκωβος

Ο Ανθελληνισμός κτυπά και πάλι στη Μελβούρνη...


Χτες, 15 Ιανουαρίου 2008, έγινε το σώσε στην αρένα του τένις της Μελβούρνης. Τoν πρώτo γύρο του τουρνουά Australian Open. Πολλά άτομα υποστηρικτές της αποστολής του Κωνσταντίνου Οικονομίδη είδαν και απόειδαν να ξεφύγουν από τις απειλές και τις επιθέσεις των προκατειλημμένων αστυνομικών που τους περιέβαλαν.


Αν ο σκοπός της παρακολούθησης θεαμάτων του τύπου είναι να καθόμαστε ήσυχοι δίχως καμιά κραυγή αποδοκιμασίας ή θαυμασμού προς τους συμμετέχοντες αθλητές τότε πρέπει ν’ απαντηθούν μερικά ερωτήματα που τόσο εύλογα σχετίζονται με το θέμα:
1. Γιατί η αστυνομία βρισκόταν πριν την αρχή της αναμέτρησης κατά το μεγαλύτερο ποσοστό κοντά στους Έλληνες φιλάθλους; Μήπως είχαν ανθελληνικές διαθέσεις πριν αρχίσει το παιχνίδι;
2. Γιατί κρατούσαν και χρησιμοποίησαν σπρέι; Μήπως θέλουν να μας θυμίσουν τις εποχές που μας έκαναν σπρέι μέσα στο αεροπλάνο καθώς ερχόμασταν από το εξωτερικό; Μήπως δεν καταλαβαίνουν ότι τι στην πραγματικότητα σημαίνει θέαμα; Μήπως δεν αντιλαμβάνονται πως ο θεατής έχει το δικαίωμα να φωνάξει εφόσον δεν ενοχλεί ούτε τους παίκτες ούτε τους αντιπάλους του;
3. Ρωτήθηκε ο αντίπαλος του Κ. Οικονομίδη, Γκονζάλες, αν είδε τίποτα ρατσιστικά μηνύματα από τους Έλληνες φιλάθλους. Η απάντηση – «Όχι, δεν υπήρχε τίποτα ρατσιστικό, απλά ήταν φωνακλάδες, αλλά δεν μας πείραξαν». Τότε πού είδε η αστυνομία το πρόβλημα. Μήπως έφτασαν προκατειλημμένοι; Μήπως ο Ανθελληνισμός ανθίζει στις ρίζες της αστυνομίας, ή υπάρχουν μεμονωμένα κρούσματα ανεύθυνων αστυνομικών που κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίδεται από την κοινωνία;
4. Εφόσον η αστυνομία βρήκε ένα ή δυο άτομα τα οποία φώναζαν παραπάνω απ’ ότι κατά τη γνώμη τους ήταν επιτρεπτό, γιατί δεν τους αφαίρεσαν από το χώρο και να λήξει εκεί το θέμα, παρά άρχισαν να κάνουν σπρέι στα μούτρα πάντων των φιλάθλων, παιδιών, γυναικών, ηλικιωμένων; Μήπως ο ανθελληνισμός είναι τόσο ανθηρός στην πολιτεία της Μελβούρνης που δεν μπορούν τα άτομα διατήρησης της τάξης να ελέγξουν τον εαυτό τους;
5. Γιατί μόνον η αστυνομία είδε το ρατσισμό, μήπως οι ίδιοι τον έφεραν στο χώρο και μόνον; Μήπως ο ρατσισμός σ’ αυτή τη χώρα είναι εμπεδωμένος στα μυαλά μερικών κοκκινοτρίχιδων που δεν αντέχουν τις άλλες ενθικότητες;

H φωτογραφία είναι από την εφημερίδα The Age, οι οποίοι όπως πάντα διετέλεσαν το έργο τους αμερόληπτα και προσπάθησαν να καλύψουν το γεγονός δίχως να δικαιολογούν στάσεις. Μπράβο στην εφημερίδα της Μελβούρνης The Age...

Προσωπικά είμαι πράγματι μαρκαρισμένος ψυχολογικά και σωματικά από το ρατσισμό που δέρνει αυτή τη χώρα. Πολλές φορές τον είδα κατάματα και μ’ έκανε να αισθανθώ σαν ξένος εδώ. Είναι κρίμα που δεν μπορεί η αστυνομία να ελέγξει τα στελέχη της, όπως θα ήταν λογικό, είναι κρίμα που ο χώρος αυτός έχει μαρκαριστεί από τον υπόλοιπο κόσμο ως ρατσιστικός κι εγώ προσπαθώ να βρω πού στην οργή ανήκω...

Tuesday 8 January 2008

Πρόρρησις των μελλόντων

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

Σαν έννοια η λέξη «προφητεία» φανερώνει την ικανότητα αποκάλυψης ή ακόμη και την αποκάλυψη την ίδια μελλοντικών γεγονότων.

Η προφητεία καταντά όμως να είναι πολύ ενδιαφέρουσα για τη φιλοσοφία, αρχικά γιατί φέρνει στην επιφάνεια αρκετές ερωτήσεις για τις ικανότητες του ανθρώπου, τις γνώσεις του, το χρόνο, τον τρόπο που ενεργεί.


Επίσης είναι ικανή να δημιουργήσει παράδοξα συμπεράσματα και τοιουτοτρόπως να προκαλέσει το ενδιαφέρον των κλασικιστών. Παρ’ όλο που στην πραγματικότητα υπάρχει διαφορά μεταξύ των εννοιών διότι η φιλοσοφία είναι αποτέλεσμα του στοχασμού ενώ η προφητεία, δηλαδή ο λόγος του προφήτη υπονοεί την επήρεια της θεολογίας και ότι ενώ η φιλοσοφία είναι ανθρώπινη, η προφητεία υποτιθέμενα είναι θεϊκή άρα και η ενδεικτική ανικανότητα του ανθρώπου να τη δαμάσει.

Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981) συνταυτίζει τις έννοιες Προφητεία, Τραγωδία και Φιλοσοφία λέγοντας πως «ο άνθρωπος μπορεί να δει τον εαυτό του σαν πνευματικό ον εφόσον τον απασχολούν η Προφητεία, η Τραγωδία και η Φιλοσοφία... δια μέσω του λόγου του κυρίαρχου στις σχέσεις με τον εαυτό του και τον κόσμο».
Συνάμα προφητικά τώρα αποβαίνουν τα λόγια του Θεοδόση Πελεγρίνη: «...Η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας θα ξημερώσει, όταν θα εμφανιστούν στο στερέωμα του πολιτισμού πρόσωπα που δεν θα περιοριστούν σε μιαν ακόμα επανάσταση, ανάμεσα στις τόσες και τόσες σημειωθείσες ανατροπές, μέσα σε ένα δεδομένο σύστημα διανόησης. Η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας θα ξημερώσει, όταν θα εμφανιστούν στο στερέωμα του πολιτισμού πρόσωπα τα οποία θα προσφέρουν στους ανθρώπους ιδέες ικανές να τους εμπνεύσουν μια νέα μορφή, μια καινούρια νοοτροπία σκέψης, διαφορετική από τον ορθολογικό και μαγικό τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων, που ως τώρα ακολούθησαν οι φιλόσοφοι... Το ποιος θα είναι ο καινούριος αυτός τρόπος διανόησης θα ήταν μάταιο να προσπαθήσει κανείς να το προσδιορίσει από τώρα. Μια τέτοια εξαγγελία θα ήταν, πράγματι, μαντεία, προφητεία.»

Στην ιστοσελίδα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ ο Γάλλος συγγραφέας Jean Calés μιλάει για προφητείες εντός της Βίβλου, οι οποίες κατά τα φαινόμενα έχουν τις ρίζες τους από τον πολιτισμό και τις παραδόσεις των Εβραίων. Ούτε λίγο ούτε πολύ αριθμεί τους προφήτες πριν το Χρηστό σε δύο (Αβραάμ και Μωϋσή) τουλάχιστον τέσσερις που άφησαν αξιόλογα συγγράμματα (Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ) και άλλους δώδεκα με μικρότερη συγγραφική δραστηριότητα (Οσέ, Ιοέλ, Άμος, Αβδίας, Ιωνάς, Μιχέας, Ναχούμ, Αβακούκ, Σοφονίας, Αγγεύς, Ζαχαρίας και Μαλαχίας). Ο συγγραφέας (μετάφραση Sean Hyland) μας λέει συνοπτικά ότι οι προφήτες προσέθεταν συμβολικές πράξεις σύμφωνες με ανατολίτικα γούστα για να ελκύουν την προσοχή των ακροατών τους.
Επίσης ο ίδιος συγγραφέας μαρτυρεί ότι κατά γενικό κανόνα οι προφήτες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δίδαξαν θρησκεία και ήθος.

Η προσπάθεια όμως του ανθρωπίνου γένους για την απόκτηση της ικανότητας του προφητεύειν ήταν παράλληλη με την επιδίωξη της ελεγχόμενης ελευθερίας για το μέλλον του, καθώς και της σιγουριάς που μετέδιδε αυτή η γνώση.

Υπάρχουν βέβαια και οι ισχυρισμοί ότι σ’ αυτή του την προσπάθεια πρόρρησης ο άνθρωπος πέφτει στην παγίδα ότι εφόσον προβλέψει τι θα συμβεί αύριο και αν αυτό γίνει, άσχετα με την ικανότητά του να παρέμβει και ν’ αλλάξει τη ροή των συμβάντων, περιορίζει την ελευθερία του. Δηλαδή εφόσον ή συμβεί ή δεν συμβεί αυτό που έχει ειπωθεί πως θα συμβεί την επομένη, τότε εκείνοι που συμμετέχουν δεν είναι ελεύθεροι διότι αντιδραστικά πιθανό να επέμβουν στη φυσιολογική ροή των πραγμάτων με κάποιες πιθανότητες να τη μεταβάλλουν.


Τώρα ας εξετάσουμε την πιθανότητα η προφητεία να είναι αλάθητη:


«εἴη δ΄ ἂν καὶ ἐπιστήμη τις ἐλπιστική͵ καθάπερ τινές φασι τὴν μαντικήν»


Στη φράση αυτή ο Αριστοτέλης με λίγα λόγια μας λέει πως η «ελπιστική επιστήμη» εξαρτάται από το αποτέλεσμα. Αν δηλαδή η προφητεία (η οποία γι’ αυτόν είναι μια ελπίδα πρόρρησης του μέλλοντος και συνεπώς όχι γεγονός) γίνει πραγματικότητα τότε είναι σωστή και αληθινή. Αν όχι τότε είναι λανθασμένη. Είναι πρόδηλη, επομένως, η αμφισβήτηση της ικανότητας του ανθρώπου, είτε αυτός είναι μάντης είτε όχι, να προβλέψει το μέλλον κατά τον Αριστοτέλη, εφόσον μερικές φορές δεν βγαίνει αληθινή η προφητεία.

Ο Πλάτων στο «Φαίδρο» , καθορίζει την προφητεία σαν «τήν γε τῶν ἐμφρόνων, ζήτησιν τοῦ μέλλοντος διά τε ὀρνίθων ποιουμένων καὶ τῶν ἄλλων σημείων». Βέβαια σ’ αυτό μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο Πλάτων δεν μιλάει για προφητεία αλλά για μαντική. Υπάρχει όμως διαφορά μαντικής και προφητείας; Πού βρίσκεται αυτή η διαχωριστική γραμμή; Ίσως αυτό ν’ αποτελεί έναυσμα για περισσότερη έρευνα.
Συνάμα ο Πλάτων στον γνήσιο διάλογό του «Ευθύφρων» , που γράφτηκε αμέσως μετά το θάνατο του Σωκράτη, αναφέρει ότι ο Ευθύφρων στο διάλογό του με το Σωκράτη ισχυρίζεται ότι έχει τη δυνατότητα να «προλέγει τα μέλλοντα» και ότι πολλοί τον θεωρούν τρελλό γι’ αυτές του τις προφητικές ικανότητες. Άραγε εδώ και ο Πλάτων αμφισβητεί την πρόρρηση των μελλόντων.

Ο Όμηρος στην Οδύσσεια , μας λέγει για τον Αλιθέρση, το γέροντα που κρινόταν ο πρώτος στη μαντική τέχνη και πιστός στον βασιλιά του ερμηνεύοντας τα όρνεα (δυο αετούς), πως είπε στους μνηστήρες:

"κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω·
μνηστῆρσιν δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος τάδε εἴρω·
τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται· οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς
δὴν ἀπάνευθε φίλων ὧν ἔσσεται, ἀλλά που ἤδη
ἐγγὺς ἐὼν τοῖσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει
πάντεσσιν· πολέσιν δὲ καὶ ἄλλοισιν κακὸν ἔσται,
οἳ νεμόμεσθ᾽ Ἰθάκην ἐυδείελον. ἀλλὰ πολὺ πρὶν
φραζώμεσθ᾽, ὥς κεν καταπαύσομεν· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
παυέσθων· καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώιόν ἐστιν.
οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι, ἀλλ᾽ ἐὺ εἰδώς·
καὶ γὰρ κείνῳ φημὶ τελευτηθῆναι ἅπαντα,
ὥς οἱ ἐμυθεόμην, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
Ἀργεῖοι, μετὰ δέ σφιν ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
φῆν κακὰ πολλὰ παθόντ᾽, ὀλέσαντ᾽ ἄπο πάντας ἑταίρους,
ἄγνωστον πάντεσσιν ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται."


Δηλαδή ότι θάνατος για τους μνηστήρες έρχεται αφού επιστρέψει ο Οδυσσέας μετά από είκοσι χρόνια και μετά πολλά πάθη. Ενώ κατόπιν απαντάει ο Ευρύμαχος κοροϊδεύοντας τον Αλιθέρση και αποκαλώντας τον ψευτο-μάντη. Είναι σημαντικό εδώ το γεγονός ότι παρ’ όλο που του Αλιθέρση η μαντεία όπως γνωρίζουμε βγαίνει αληθινή, ο Ευρύμαχος έχει κάθε λόγο να διερωτάται αν πράγματι μελετώντας τις κινήσεις από τα όρνεα μπορεί κανείς να προφητεύει το μέλλον. Στο σημείο αυτό πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και το γεγονός ότι τα λόγια αυτά είναι του Ομήρου, ο οποίος μάλλον γνώριζε την τελική έκβαση του έργου του.

Όλοι οι ορισμοί περί προφητείας ή μαντικής φαίνονται ατελείς, μεταξύ άλλων απλά γιατί η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι κάτι που ο άνθρωπος ποτέ δεν κατόρθωσε να δαμάσει με σχετική πιθανότητα επιτυχίας.


Θα ήθελα στο σημείο αυτό να εξετάσουμε ξεχωριστά κάτι που πιστεύω μας ενδιαφέρει˙ αυτές τις έννοιες της προφητείας που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη φιλοσοφία:



ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Γνωρίζουμε κατά γενικό κανόνα πως ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα να προφητεύει το μέλλον. Δεν γνωρίζει τι θα συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη κι έτσι κατά κάποιο τρόπο είναι αιχμάλωτος των συγκυριών γύρω του, των πράξεων άλλων συνανθρώπων του και της ρευστότητας και μεταβολής των φυσικών φαινομένων. Πάντα βέβαια ο άνθρωπος, σαν ον το οποίο προσπαθεί να ξεπεράσει τα όρια που του περιορίζουν τη δραστηριότητα είχε την ώθηση να βρει τρόπους να ξεπεράσει τους κανόνες που τον θέλουν να βρίσκεται ανίκανος μπρος σε μια τέτοια κατάσταση. Έτσι με διάφορους τρόπους προσπαθεί να ξεπεράσει και αυτή την αδυναμία του, π.χ. με το να λαβαίνει μέτρα ανατροπής μερικών συμβάντων του μέλλοντος που ο ίδιος θεωρεί πιθανά.

Σ’ αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται και οι κανονισμοί τους οποίους καλείται ν’ ακολουθήσει για να μην προσβάλλει την ισορροπία του περιβάλλοντος και συνάμα ν’ αποφύγει να προξενήσει δεινά στους συνανθρώπους του. Εκείνα τα άτομα στην ιστορία που στην πραγματικότητα θεώρησαν τον εαυτό τους ικανό να ξεπεράσουν αυτή την αδυναμία να προφητεύουν το μέλλον, κατά τα φαινόμενα, δεν το κατόρθωσαν με μεγάλη ακρίβεια. Η επιτυχία τους πολλές φορές ήταν βασισμένη σε συμπτώσεις ή ακόμη και σε διφορούμενες έννοιες τις οποίες προέβαλλαν σαν επιχειρήματά τους. Όταν δε αποδείχτηκε η προφητεία των λανθασμένη οι υποστηρικτές των μετέτρεπαν την ερμηνεία των ασαφών τους λόγων με σκοπό να τις φέρουν κοντύτερα στα συμβάντα και στην πραγματικότητα.

Πέρα απ’ αυτό υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι χρησμοί χρησίμευσαν ως μέσο παραποίησης του φιλοσοφικού συλλογισμού των αρχαίων Ελλήνων από άλλες θρησκείες με σκοπό να υπονομεύσουν την εγκυρότητα της ελληνικής λογικής και σκέψης. Υπάρχει τουλάχιστον μια περίπτωση τέτοιας παραποίησης που έγινε με τον δήθεν χρησμό της Πυθίας στον Ιουλιανό (361 π.Χ.) που καταγράφηκε από το χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό τον 11ο αιώνα. Με λίγα λόγια ο δήθεν χρησμός προέβλεπε το τέλος του Αρχαίου Κόσμου. Εφόσον όμως η Πυθία και το Μαντείο δεν χρησμοδοτούσε επί Ιουλιανού και κανείς άλλος δεν καταγράφει πριν τον Κεδρηνό τέτοιο χρησμό, υποθέτουμε ότι αυτό αποτελεί εφεύρεση του ανωτέρω χρονογράφου.

Γενικά όμως οι χρησμοί στην Αρχαία Ελλάδα παρόλο το διφορούμενο χαρακτήρα τους πολλές φορές όχι μόνον δεν ήταν σωστοί, αλλά και προξένησαν τον όλεθρο στους αποδέκτες. Για παράδειγμα αναφέρω το γεγονός όταν οι Αθηναίοι προβληματιζόμενοι από την εισβολή των Περσών πήγαν και ζήτησαν το χρησμό του Μαντείου, όπως λέγει ο Ηρόδοτος, όπου ο χρησμός φαίνεται διφορούμενος και απελπιστικός για τους Αθηναίους μεν, αλλά που πάλι μπορούσαν να τον ερμηνεύσουν όπως θέλουν. Αυτό κυρίως γιατί προέβλεπε την καταστροφή κάποιου στη Σαλαμίνα δίχως να εξακριβώνει ποιου:

«...ὦ θείη Σαλαμίς, ἀπολεῖς δὲ σὺ τέκνα γυναικῶν
ἤ που σκιδναμένης Δημήτερος ἢ συνιούσης».



ΟΙ ΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Γιατί η γνώση επηρεάζει την προφητεία; Πώς είναι δυνατόν με τις γνώσεις ν’ αντιλαμβανόμαστε λίγο καλύτερα το μέλλον; Τι σχέση και σκοπό έχει η ώθηση του ανθρώπου να προφητεύει το μέλλον με τη μόρφωση;

Μερικά από τα ερωτήματα που σίγουρα θ’ απασχολούσαν τους κλασικιστές. Αναγνωρίζοντας πως όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει στην ηλικία αποκτά περισσότερες γνώσεις και εμπειρίες, και χρησιμοποιώντας τον κανόνα αυτό σαν βάση για τα συμπεράσματα στα οποία θα επικεντρωθώ παρακάτω, θα δηλώσω τα εξής: Έχουμε κάθε ένδειξη πως εφόσον αποκτά εμπειρίες ο άνθρωπος και αυτές τις εμπειρίες ή τις μεταδίδει ή μερικές τις καταγράφει με τρόπο που να τις κάνει να παραμείνουν για πάντα στην αποθήκη των ιδεών της ανθρωπότητας και συνεπώς να έχουν την τύχη να εξεταστούν, να εκτιμηθούν και πιθανώς να εφαρμοστούν από νεότερούς του έτσι ώστε η ικανότητα του ανθρώπου να προφητεύει το μέλλον να γίνεται λιγότερο απίθανη στην αδυναμία του.

Με άλλα λόγια όταν ισχυριζόμαστε ότι αδυνατούμε να προφητέψουμε το μέλλον, παρ’ όλο που αυτό είναι σωστό, στην πράξη λαβαίνουμε μέτρα για να το καταστήσουμε περισσότερο πιθανό και επιτυχές από την παντελή άγνοια. Αν δηλαδή στην παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος περνούσε κάτω από ένα δέντρο με καρπούς κι ένας καρπός πέφτοντας τον κτυπούσε στο κεφάλι, σίγουρα σαν αντίδραση θα πληροφορούσε τα παιδιά του να προσέχουν για να μην έχουν παρόμοιες δυσάρεστες συνέπειες. Αυτό μόνον στη γνώση μετά από εμπειρία μπορεί να αποδοθεί διότι με τη γνώση ότι υπάρχει πιθανότητα να πέσει ένα φρούτο από το δέντρο αποφεύγεται η δυσάρεστη συνέπεια. Συνοψίζοντας, σκοπός της ανθρώπινης ώθησης προς την προφητεία είναι ν’ αποφευχθούν δυσάρεστες επιπτώσεις αλλά συνάμα και να πολλαπλασιαστούν οι ευχάριστες.



Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Όπως προείπαμε ο άνθρωπος με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και πιο έμπειρος και κατά συνέπεια πιο γνωστικός. Άρα ο χρόνος έχει κάποια επίδραση στις αποφάσεις του. Αν δηλαδή σήμερα που δεν γνωρίζουμε τις πιθανότητες να συμβεί κάτι το διακινδυνέψουμε και αποτύχουμε, αύριο θα είμαστε περισσότερο προσεκτικοί άρα υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αποφύγουμε τις δυσάρεστες επιπτώσεις του επαναλαμβανόμενου συμβάντος. Αντίθετα, αν υπάρχει επιτυχία τότε υπό κανονικές συνθήκες ή θα συστήσουμε το ίδιο στους γύρω μας ή θα το επαναλάβουμε με σκοπό να ωφεληθούμε ακόμη περισσότερο.

Όχι μόνον όμως θα μπορέσουμε να αποφύγουμε ατυχίες γιατί ο χρόνος βελτίωσε τη γνώση μας αλλά θα μπορούμε να τις αποφύγουμε γιατί ο χώρος ή τόπος στον οποίο εργαζόμαστε ή κινούμαστε θα γίνεται ασφαλέστερος με τα μέτρα που θα λάβουμε, τους κανονισμούς που θα θεσπίσουμε, τα εμπόδια που θ’ αφαιρέσουμε.



ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την μαντική ως είδος προφητείας.
Βασισμένοι στην εκδοχή ότι το μαντείο μπορούσε να προβλέψει το μέλλον δεν έφτασε ποτέ στο σημείο ο λαός ν’ αμφισβητήσει επίσημα τους χρησμούς. Παρ’ όλες τις μεμονωμένες περιπτώσεις όπου άτομα αμφισβήτησαν τη μαντική τέχνη δεν έφτασε ποτέ η κοινωνία στο σημείο να την αποβάλλει παντελώς. Κι αυτό γιατί οι ιερείς είχαν τόσο μεγάλη ισχύ. Η θρησκοληψία ήταν ένα πανίσχυρο κοινωνικό φαινόμενο και γινόταν πράξη μετά μεγάλης χρηματικής επιβάρυνσης για τον χρησμολήπτη. Οι ναοί των ήταν επιδεικτικά πλούσιοι. Η όλη κατάσταση ικανή να συγκριθεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα των διαφόρων θρησκειών, προφητών, πιστών, χλιδής, ένδειξη ισχύος με τη διασπορά εκφοβισμού των αδυνάτων.

Η προφητεία παρ’ όλο που είναι εκτός ανθρωπίνων ικανοτήτων, είναι όμως μια έννοια η οποία επηρεάζεται αρνητικά ή θετικά από τη γνώση, το χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο και τα μέσα. Επίσης δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει κάτι ή κάποιος προικισμένος με την ικανότητα να προβλέψει το μέλλον παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου από επίδοξους μάντεις. Είτε αυτοί επικαλούνται την επιρροή του Θεού σαν πηγή της τέχνης τους είτε όχι.

Η ιστορία μας διδάσκει ότι η προφητική έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως μέσο επίδειξης ισχύος, ή εξυπηρέτησης συμφερόντων δια μέσου της μετάδοσης ανεξέταστων ή διφορούμενων φαινομένων ή χρησμών. Αυτό όμως που είναι εξίσου σπουδαίο είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος στην ανικανότητά του να προβλέψει το μέλλον χρησιμοποιεί την εφευρετικότητά του, τις συγκυρίες και τις εμπειρίες του, για να δώσει κάποια απάντηση έτσι ώστε να νιώσει ο ίδιος ότι δύναται να κατασκευάζει ή να επηρεάζει το μέλλον στα μέτρα του. Όσο πιο ενημερωμένος είναι στο θέμα, με το οποίο καταπιάνεται, τόσο πιο πειστικός γίνεται στη μετάδοση της προφητείας˙ αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να δώσει την απαιτούμενη και αλάνθαστη εγκυρότητα στην προφητική.




Βιβλιογραφία/Πηγές:


Όμηρος, Οδύσσεια

Πλάτων, Φαίδρος

Πλάτων, Ευθύφρων

Αριστοτέλης, Περί Μνήμης και Αναμνήσεως, κ. Α΄
Ηρόδοτος, Μούσαι

Πελεγρίνης Θεοδόσης, Οι πέντε εποχές της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997

Παπαϊωάννου Κώστας, Μάζα και Ιστορία, Αθήνα 2000



Ιστοσελίδες

Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ηλ. διεύθυνση http://newadvent.org/cathen/12477a.htm

Μικρός Απόπλους, ηλ. διεύθυνση http://www.mikrosapoplous.gr


Friday 4 January 2008

Θα πάρουμε κάτι από το δρόμο...

Καθώς μπήκαμε στον γυαλιστερό και αστραφτερό καινούριο χρόνο φέτος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να καθίσω μια στιγμή και να κάνω έναν απολογισμό του πού ήμουν και πού έφτασα τα τελευταία χρόνια. Μπορείτε να μαντέψετε πού κατάφερα τελικά να καθήσω; Διαβάστε παρακάτω...

Θυμάμαι στα μέσα του 1980 όταν μας έλεγαν οι ειδήμονες πως "τώρα που βγήκαν οι υπολογιστές" (εγώ τους λέω ηλύπους), "...θα έχετε πολύ περισσότερο χρόνο στη διάθεσή σας, θα είστε πιο χαρούμενοι γιατί δεν θα έχετε την πίεση χρόνου που μέχρι σήμερα ήταν σημάδι των δύσκολων καιρών".

Και τα χρόνια πέρασαν, η ζωή πήρε τη ροή της σαν ένα χείμαρρο που δεν τον σταματάει τίποτα, σαν έναν ανεμοστρόβιλο που σ’ αναγκάζει να βρεις κάπου να κρυφτείς. Επίσης μας είπαν ότι "θα πρέπει να βρούμε ασχολίες για να γεμίσουμε τον ελεύθερο χρόνο μας γιατί οι ήλυποι θα μας λύσουν τα περισσότερα προβλήματα".


Ευτυχώς όμως που θυμάμαι ακόμη, τότε (στις δεκαετίες του ’70 και του ’80) όταν θέλαμε να πάμε ένα ταξιδάκι βάζαμε μέσα στο αυτοκίνητο μερικά ρούχα, μερικά φαγώσιμα και δυο παιχνίδια για τα παιδιά και παίρναμε δρόμο.


Σήμερα, αδερφέ μου, πρέπει να βάλουμε το λάπτοπ, το καλώδιο της ψηφιακής κάμερας για να την φορτίσουμε όταν αδειάσει, το καλώδιο που ενώνεται με το λάπτοπ, το καλώδιο και τον φορτιστή δυο – τριών κινητών τηλεφώνων, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια των παιδιών και όχι μόνον. Τελικά το πορτ-μπαγάζ του αυτοκινήτου γεμίζει ηλεκτρονικά καλώδια και μηχανήματα παρά ρούχα, μπάλες, τρόφιμα.
‘Δεν πειράζει, αν πεινάσουμε θα πάρουμε κάτι από το δρόμο’, λέει η γυναίκα μου, υπονοώντας ότι δεν έχει άλλο χώρο στο πόρτ-μπαγάζ ή ότι δεν είχε το χρόνο να ετοιμάσει μερικά σάντουιτς και να βάλει ένα σακουλάκι με ξηρούς καρπούς στο πλαστικό κουτάκι. Μπορεί κανείς να προβλέψει δηλαδή ότι ακόμη και το καλάθι με τις λίγες λιχουδιές θα εξαφανιστεί σύντομα και θ' αντικατασταθεί με κανένα ηλεκτρονικό μηχάνημα που θα δημιουργεί τροφή ! Μην το αποκλείετε...




Αν σκεφτούμε όμως πως δεν θα μπορούσαμε να βρούμε ο ένας τον άλλο σε κάποια αγορά αν δεν είχαμε το κινητό, δεν θα μπορούμε να θυμηθούμε τόσες πολλές εμπειρίες που περάσαμε αν δεν είχαμε την ψηφιακή φωτογραφική που σβήνεις ότι δεν σου αρέσει δίχως να ξοδεύεσαι όταν εμφανίζεις τις φωτογραφίες και βλέπεις ότι βγήκαν τα τρία-τέταρτα μαύρες, πρέπει να αισθανθούμε λίγη ικανοποίηση.


Όσο για το χρόνο που θα μας γλύτωναν οι ήλυποι με την παρουσία τους ακόμη τον ψάχνω. Και τον ψάχνω συστηματικά, γιατί αυτά τα τελευταία χρόνια δεν προλαβαίνω ούτε την ανάγκη μου να κάνω στην τουαλέτα. Εκεί είναι το μόνο μέρος που μου δίνει την ευκαιρία να βάλω δυο σκέψεις στη σειρά και ν’ αποφασίσω ποια είναι η επόμενη μου κίνηση.


Αλλά στο κάτω-κάτω της γραφής βρε παιδιά, ίσως θα πρέπει να δεχτούμε το καλό με το κακό, το ενάρετο με το άδικο, το όμορφο με το άσχημο για να έχουμε ηρεμία. Συνάμα θα πρέπει από μόνοι μας να βρούμε τη διέξοδο σε κάποιο ήρεμο νησάκι της πατρίδας, ξεχνώντας κάθε τρελαμάρα των μεγαλουπόλεων, αποφεύγοντας ακόμη και τη γνώση του τι μέρα είναι σήμερα, τι ώρα είναι, τι θα κάνουμε αύριο, ποιον θα δούμε και σε πιο κατάστημα θα πετάξουμε τα χρήματά μας...


Καλή Χρονιά σε όλους...